Το κουτσό (Χούλιο
Κορτάσαρ) Το
Rayuela αποτελεί ένα από τα πιο εμβληματικά
μυθιστορήματα της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και θεωρείται κορυφαίο δείγμα
του λεγόμενου «Λατινοαμερικανικού Μπουμ». Ο Χούλιο Κορτάσαρ επιχειρεί εδώ να
καταργήσει τις παραδοσιακές φόρμες αφήγησης και να προσφέρει στον αναγνώστη ένα
έργο ανοιχτό, πειραματικό και διαδραστικό. Το ίδιο το μυθιστόρημα έχει διπλή
δομή: μπορεί κανείς να το διαβάσει με τον συμβατικό τρόπο, ακολουθώντας τα
κεφάλαια με τη φυσική τους σειρά, ή ακολουθώντας μια εναλλακτική αλληλουχία που
προτείνει ο συγγραφέας στον «πίνακα οδηγιών» στην αρχή. Έτσι μοιάζει με
παιχνίδι, σαν το παιδικό «κουτσό» (εξ ου και ο τίτλος).
Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τον Οράσιο Ολιβέιρα, έναν
Αργεντινό διανοούμενο που ζει στο Παρίσι, και τη σχέση του με τη Μάγκα, μια νεαρή
Ουρουγουανή. Ο έρωτάς τους είναι γεμάτος πάθος αλλά και αστάθεια, και γίνεται
αφορμή για φιλοσοφικές συζητήσεις και αναζητήσεις. Ο Κορτάσαρ δημιουργεί ένα
μωσαϊκό από σκηνές καθημερινότητας, υπαρξιακούς στοχασμούς και ποιητικές
εικόνες, που σπάνε κάθε αίσθηση γραμμικής αφήγησης. Στο δεύτερο μέρος, ο
Ολιβέιρα επιστρέφει στο Μπουένος Άιρες, όπου η αποξένωση κορυφώνεται, ενώ η
τρέλα και η αυτοκαταστροφή μοιάζουν αναπόφευκτες. Εξερευνά βαθιά φιλοσοφικά
ερωτήματα: την αναζήτηση της αυθεντικότητας, τη φύση της πραγματικότητας, την
αδυναμία επικοινωνίας, την αντιπαράθεση τάξης και χάους (συμβολιζόμενη στα
ζεύγη "Παρίσι-Μπουένος Άιρες", "Ολίβια - Μάγκα"). Είναι
τόσο μυθιστόρημα όσο και μεταμυθιστόρημα για τη δημιουργία ενός μυθιστορήματος.
Πρόκειται για έργο-σταθμό
που αμφισβήτησε τις κλασικές συμβάσεις του μυθιστορήματος και καθιέρωσε το
είδος του «αντι-μυθιστορήματος». Εισήγαγε στον ισπανόφωνο κόσμο έναν
μοντερνισμό επηρεασμένο από τον Τζόυς, τον Μπέκετ και τον Σαρτρ, αλλά
ταυτόχρονα βαθιά ριζωμένο στη λατινοαμερικανική κουλτούρα. Η έννοια της
«συμμετοχής του αναγνώστη» έγινε κεντρική, ο αναγνώστης καλείται όχι απλώς να
παρακολουθήσει αλλά να «παίξει» με το κείμενο, να επιλέξει πορεία ανάγνωσης και
να συν-δημιουργήσει το νόημα. Επιπλέον, υπήρξε και πολιτική χειρονομία. Ο
Κορτάσαρ, ζώντας εξόριστος στο Παρίσι, σχολίαζε την κρίση ταυτότητας της
λατινοαμερικανικής διανόησης, την αποξένωση στη μεγαλούπολη, αλλά και τη
δυνατότητα μιας νέας, απελευθερωτικής συνείδησης. Η «Κλαμπ ντε λα Σερπέν», η
παρέα διανοουμένων του μυθιστορήματος, αποτυπώνει τις ατελέσφορες αναζητήσεις
μιας γενιάς που αναζητούσε νόημα στη φιλοσοφία και την τέχνη.
Σήμερα διαβάζεται όχι μόνο ως πρωτοποριακή φόρμα αλλά και ως
υπαρξιακός στοχασμός για τη ζωή, την αγάπη και την αναζήτηση του «Άλλου». Η
γλώσσα του, γεμάτη λογοπαίγνια, νεολογισμούς και ρυθμούς, εξακολουθεί να ασκεί
γοητεία και να εμπνέει νέες γενιές συγγραφέων και αναγνωστών. Πρόκειται για
έργο που δεν εξαντλείται ποτέ, ακριβώς γιατί το νόημά του είναι ανοιχτό και
μεταβλητό, όπως ένα παιχνίδι που ξαναπαίζεται με κάθε ανάγνωση. Η πρώτη ελληνική έκδοση έγινε το 1977 από τις
εκδόσεις Εξάντας.
Η πόλη και τα σκυλιά (Μάριο Βάργκας Λιόσα) Πρόκειται για το πρώτο μυθιστόρημα
του μετέπειτα Νομπελίστα. Η σημασία του έγκειται στην τολμηρή κοινωνική κριτική
και την πρωτοτυπία της τεχνικής, που εισήγαγε. Ήταν ένα από τα ιδρυτικά έργα
του Λατινοαμερικανικού Μπουμ και καθιέρωσε τον Βάργκας Λιόσα ως κύριο
λογοτεχνικό δημιουργό. Έδωσε στο λογοτεχνικό κανόνα ένα νέο μοντέλο για το πώς
μπορεί να αφηγηθεί μια κορυφαία κοινωνική και πολιτική αλληγορία.
Η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Στρατιωτική Σχολή Λεόνσιο Πράδο
στη Λίμα του Περού, ένα αυταρχικό περιβάλλον όπου η βία, η σκληρότητα και οι
ιεραρχίες κυριαρχούν. Καταγράφει τη ζωή μιας ομάδας εφήβων που, μέσα από
τελετουργίες ταπείνωσης και εξουσίας, «εκπαιδεύονται» να γίνουν άντρες, συχνά
εις βάρος της ατομικότητας και της ευαισθησίας τους. Ο συγγραφέας καταγγέλλει
τις στρατιωτικές πρακτικές και εξετάζει βαθιά θέματα ψευτομαγκιάς, βίας,
κουράγιου, προδοσίας, και τη διαδικασία δημιουργίας της ταυτότητας υπό
καταπιεστικά συστήματα (τη στρατιωτική σχολή ως μικρόκοσμο του αυταρχικού και
διεφθαρμένου περουβιανού / λατινοαμερικανικού κοινωνικού ιστού). Το έργο
σκανδάλισε στη χώρα του, αντίτυπα του κάηκαν δημόσια, αλλά αναγνωρίστηκε
διεθνώς ως ένα από τα ισχυρότερα ντεμπούτα της εποχής.
Είναι ένα αριστούργημα αφηγηματικής τεχνικής. Χρησιμοποιεί
την τεχνική του "dialogo corrido" (διάλογοι χωρίς σημάδια οριοθέτησης
που συγχωνεύονται με την αφήγηση), εναλλαγές σημείων όρασης, αναδρομικές
εικόνες και έναν αφηγητή που αλλάζει προοπτική συνεχώς (αόριστη δεύτερη πτώση,
τρίτο πρόσωπο). Η δομή είναι πολύπλοκη και μοντερνιστική. Θεωρείται ένα από τα
σημαντικότερα μυθιστορήματα της ισπανόφωνης λογοτεχνίας και συνεχίζει να μελετάται
εκτενώς. Η πρώτη ελληνική έκδοση έγινε
το 1976 από τις εκδόσεις Οδυσσέας.
Η φωλιά της γάτας (Κουρτ Βόνεγκατ) Ο συγγραφέας δημιούργησε μια μοναδική,
αποσπασματική και ειρωνική αφηγηματική προειδοποίηση. Είναι ένα από τα κύρια έργα που γεφύρωσε το
χάσμα μεταξύ της «υψηλής» λογοτεχνίας και της επιστημονικής φαντασίας,
ανυψώνοντας την τελευταία ως σοβαρό μέσο κοινωνικής σάτιρας και φιλοσοφικού
προβληματισμού.
Χρησιμοποιεί σύντομα
κεφάλαια, σατιρικά στοιχεία, επιστημονική φαντασία και την εφεύρεση μιας νέας
θρησκείας για να δομήσει την κριτική του στον ανθρώπινο πολιτισμό. Η γλώσσα
είναι ξηρή, σαρδονική και απολύτως αναγνωρίσιμη. Ο αφηγητής
ερευνά την κληρονομιά του εφευρέτη της ατομικής βόμβας και «ανακαλύπτει» μια
νέα ουσία, τον «πάγο-εννιά», που έχει τη δύναμη να παγώσει ακαριαία όλο το νερό
της γης. Επικρίνει πικρά την επιστήμη χωρίς ηθική, τη γελοιότητα του πολέμου,
την οργανωμένη θρησκεία και την τάση της ανθρωπότητας για αυτοκαταστροφή, όλα
συμπυκνωμένα στο θανατηφόρο «Ice-nine». Η αφήγηση με παρωδία, μαύρο χιούμορ και
πικρή ειρωνεία οδηγεί σε μια αποκαλυπτική κατάληξη.
Αποτελεί μια καυστική σάτιρα της επιστήμης και της τυφλής
πίστης στην τεχνολογική πρόοδο, αλλά και μια αλληγορία για τη θρησκεία, μέσω
της επινόησης της «μποκονονιστικής» πίστης, μιας «νέας» θρησκείας γεμάτης
παράδοξες αλήθειες. Ο Βόνεγκατ καταφέρνει να συνδυάσει την ελαφρότητα με τη
μεταφυσική αγωνία, προσφέροντας ένα έργο που επηρεάζει ακόμη και σήμερα τη
σάτιρα της δυστοπικής λογοτεχνίας.
Η προφητική του φύση για την κλιματική αλλαγή, τους
πυρηνικούς κινδύνους και την παραπληροφόρηση το κάνουν πιο επίκαιρο από ποτέ.
Επηρέασε γενιές συγγραφέων και διανοούμενων. Η πρώτη ελληνική έκδοση έγινε το 1979 από τις εκδόσεις Χατζηνικολή.
Το κουρδιστό πορτοκάλι (Άντονι Μπέρτζες) Από τα πιο προκλητικά μυθιστορήματα του 20ου
αι. Ένα κοινωνικό καθεστώς καθορίζεται μέσω της δημοκρατίας, της κοινωνικής
ανοχής και της γλώσσας. Εδώ παρουσιάζονται και τα τρία, με πρώτο τη γλώσσα!
Για να υπαινιχθεί το μοχθηρό σύμπαν του 15χρονου παραβατικού
Άλεξ και των δολοφονικών φίλων του, ο Burgess έχει το «Viddy» για το «κοίτα»,
«horrorshow» για το «καλά» — από τα ρωσικά, "vidit" &
"khorosho", που σου δίνουν κάποια ιδέα για το ποιο υβρίδιο πολιτικού
συστήματος έχει επικρατήσει. Οι λέξεις τον τοποθετούν σε έναν κόσμο
διεφθαρμένων αξιών, βίας και απεριόριστης εφηβικής ανομίας (το ναρκωτικό του
είναι «γάλα συν.»). Όταν ο Άλεξ συλλαμβάνεται από τις αρχές και υποβάλλεται σε πειραματική
ψυχολογική «αναμόρφωση» για να του δημιουργήσουν ναυτία σε οποιαδήποτε
παρόρμηση προς τη βία, το βιβλίο γίνεται διαλογισμός σχετικά με το εάν ένας
κόσμος στον οποίο το κακό μπορεί να επιλεχθεί ελεύθερα μπορεί να εξακολουθεί να
είναι προτιμότερος από έναν κόσμο στον οποίο επιβάλλεται η καλοσύνη. Η ψυχρή
υπέροχη «αμαρτωλή» προσαρμογή του Στάνλεϊ Κιούμπρικ έχει απειλήσει μερικές
φορές να επισκιάσει αυτό το σπουδαίο μυθιστόρημα. Μην το αφήσετε να συμβεί.
Η λογοτεχνική σημασία του έργου έγκειται στην εξερεύνηση του
προβλήματος της ελευθερίας: είναι προτιμότερο να επιλέγεις το κακό ή να σου αφαιρείται
η δυνατότητα επιλογής; Η χρήση μιας εφευρετικής γλώσσας το καθιστά μοναδικό, αυτή
δεν είναι απλά ένα στολίδι, αλλά βασικό στοιχείο της εμπειρίας ανάγνωσης, που
αναγκάζει τον αναγνώστη να μπει στον κόσμο του ναρκισσιστή, βίαιου πρωταγωνιστή
και να τον απομακρυνθεί από αυτόν ταυτόχρονα. Η βία, παρουσιασμένη με μαύρο
χιούμορ, προκαλεί τον αναγνώστη να στοχαστεί πάνω στη φύση της ανθρώπινης
ηθικής. Αντιμετωπίζει βαθιά ηθικά και φιλοσοφικά διλήμματα: Είναι επιθυμητό να
αναγκάζεσαι να κάνεις το καλό; Μπορεί η κοινωνία να θυσιάσει την ανθρώπινη
ελευθερία για χάρη της ασφάλειας;
Παραμένει ένα κλασικό της δυστοπικής λογοτεχνίας και μια
συνεχής πηγή ακαδημαϊκών και λαϊκών συζητήσεων.
Η πρώτη ελληνική έκδοση έγινε το
1975 από τις εκδόσεις Κάκτος.
Το πρόστιμο (Ζ.Μ.Γ.
Λε Κλεζιό) Το πρώτο μυθιστόρημα του μετέπειτα Νομπελίστα
παρουσιάζει τον Αντάμ Πολό, έναν νεαρό που ζει στο περιθώριο μιας γαλλικής
πόλης. Ο πρωταγωνιστής, αποκομμένος από την κοινωνία, παρατηρεί τους γύρω του
με ειρωνική ή κυνική ματιά, ενώ βυθίζεται σε παραληρηματικούς μονολόγους και
καταστάσεις αποξένωσης.
Η λογοτεχνική σημασία έγκειται στην ένταξή του στο ρεύμα του
«νέου μυθιστορήματος», όπου η πλοκή παραμερίζεται για χάρη της γλώσσας και της
εσωτερικότητας. Χαρακτηρίζεται από μια ποιητική, αισθητηριακή και συχνά
παραληρηματική γλώσσα που αποτυπώνει την παραλλαγμένη αντίληψη του
πρωταγωνιστή. Διασπά τις γραμμικές αφηγηματικές συμβάσεις, μοιάζοντας
περισσότερο με ένα εκτεταμένο ποιητικό μονόλογο. Έφερε έναν νέο, πειραματικό
ρυθμό στη γαλλική πεζογραφία, επηρεασμένο από τον εξωτισμό και την κριτική στον
μοντερνισμό.
Εξερευνά το θέμα της αποξένωσης στην σύγχρονη αστική
κοινωνία, την τρέλα, την αναζήτηση για μια πιο αυθεντική σχέση με τον φυσικό
κόσμο και την αδυναμία επικοινωνίας. Αποτυπώνει την κρίση ταυτότητας της
μεταπολεμικής Ευρώπης, τη μοναξιά στις πόλεις, αλλά και μια υπαρξιακή αναζήτηση
που αγγίζει τα όρια της παραφροσύνης. Παρά την πειραματική μορφή, το έργο
φανερώνει την κοινωνική και φιλοσοφική διάσταση που θα χαρακτηρίσει όλη τη
μετέπειτα πορεία του συγγραφέα. Η πρώτη
ελληνική έκδοση έγινε το 1978 από τις εκδόσεις Χατζηνικολή.
Ο στρατηγός της στρατιάς των νεκρών (Ισμαήλ Κανταρέ) Ένας από τους
σημαντικότερους εκπροσώπους της αλβανικής λογοτεχνίας. Πίστευε μεν ότι οι
Έλληνες, οι Ρωμαίοι και οι Αλβανοί είναι η καρδιά της ευρωπαϊκής πολιτισμικής
ταυτότητας, αλλά τόλμησε να εξερευνήσει βαριά ιστορικά και πολιτικά θέματα υπό
το καθεστώς του Ενβέρ Χότζα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ένας Ιταλός στρατηγός,
συνοδευόμενος από έναν ιερέα που είναι επίσης συνταγματάρχης του ιταλικού
στρατού, στέλνεται στην Αλβανία για να εντοπίσει και να περισυλλέξει τα λείψανα
των συμπατριωτών του που είχαν πεθάνει κατά τη διάρκεια του πολέμου και να τα
επιστρέψει για ταφή στην Ιταλία. Καθώς οργανώνουν την έρευνα και ανασκαφές,
αναρωτιούνται για το νόημα του έργου τους. Η πορεία τους μέσα στο αφιλόξενο
τοπίο και τις μνήμες του πολέμου γίνεται μεταφορά για το βάρος της ιστορίας, τη
ματαιότητα της βίας και τη μνήμη που στοιχειώνει τους λαούς. Ο στρατηγός μιλά
στον ιερέα για τη ματαιότητα του πολέμου και το ανούσιο του εγχειρήματος. Καθώς
πηγαίνουν βαθύτερα στην αλβανική ύπαιθρο, διαπιστώνουν ότι τους ακολουθεί ένας
άλλος στρατηγός που αναζητά πτώματα Γερμανών στρατιωτών που σκοτώθηκαν στον Β'
Παγκόσμιο Πόλεμο. Όπως ο Ιταλός ομόλογός του, ο Γερμανός παλεύει με μια άχαρη
δουλειά που αναζητά υπολείμματα και αμφισβητεί την αξία τέτοιων προσπαθειών.
Η μυσταγωγική του ατμόσφαιρα και η ποιητική του γλώσσα το
καθιστούν έργο που συνδυάζει ιστορικό ρεαλισμό και μυθική διάσταση. Η
λογοτεχνική σημασία του βρίσκεται στην αλληγορική του δύναμη: πίσω από την
αφήγηση κρύβεται ένας στοχασμός για την ενοχή, την ταυτότητα και την τραγωδία
του πολέμου. Καθιέρωσε τον Κανταρέ διεθνώς, ανοίγοντας τον δρόμο για να γίνει η
φωνή της αλβανικής λογοτεχνίας στον κόσμο.. Όμως η διεθνής του επίδραση είναι μικρότερη από άλλα έργα, κυρίως λόγω
γλωσσικών και πολιτικών φραγμών της εποχής. Το 1972 πρωτοκυκλοφόρησε στην Ελλάδα από ιδιωτική έκδοση.
 |
| Pierre Dubreuil. Uncertainty |
Η καμπάνα από γυαλί (Σύλβια Πλαθ) Ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που εξετάζει
τη ζωή μιας γυναίκας που παλεύει με την κατάθλιψη και την αυτοκαταστροφή.
Ενσαρκώνει την αποξένωση και την αίσθηση αποτυχίας που συχνά νιώθουν οι
γυναίκες στη κοινωνία.
Η Πλαθ περιγράφει την ψυχολογική κατάρρευση της ηρωίδας της Έστερ μιας νεαρής φοιτήτριας με όνειρα για
καριέρα στη συγγραφή, που βρίσκεται αντιμέτωπη με τις κυρίαρχες αντιλήψεις του
κοινωνικού περίγυρου, την καταπίεση του φύλου της και τελικά με την κατάθλιψη
που την οδηγεί σε απόπειρα αυτοκτονίας.
Αποτυπώνει με συγκλονιστική αμεσότητα την εμπειρία της
ψυχικής ασθένειας, ενώ παράλληλα αποτελεί φεμινιστικό σχόλιο πάνω στις επιλογές
και τα αδιέξοδα των γυναικών. Συμβολίζει την ασφυκτική παγίδευση της ηρωίδας
στον ίδιο της τον νου. Η γλώσσα είναι κοφτή, ειρωνική, γεμάτη οξύ παρατηρητικό
χιούμορ, κάτι που κάνει την ανάγνωση ακόμη πιο ανατριχιαστική. Έχει τεράστια κοινωνικό-πολιτιστική
σημασία ως ένα εικονικό έργο του φεμινιστικού κινήματος και μια βαθιά προσωπική
αφήγηση για την ψυχική ασθένεια. Ωστόσο, από μια αυστηρά λογοτεχνική-τεχνική
σκοπιά, η αφηγηματική του δομή και η γλώσσα είναι πιο παραδοσιακά ρεαλιστικές
σε σύγκριση με την ριζοσπαστική πειραματικότατα άλλων φεμινιστικών και
ψυχολογικών μυθιστορημάτων.
Ένα έργο που συνδέθηκε με την ίδια τη ζωή και τον τραγικό
θάνατο της Πλαθ. Η πρώτη ελληνική
έκδοση έγινε το 1985 από τις εκδόσεις Εξάντας.
Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο (Τζον Λε Καρέ) Καθιέρωσε
το συγγραφέα ως κορυφαίο δυτικό εκπρόσωπο της κατασκοπευτικής λογοτεχνίας.
Σε αντίθεση με τα ρομαντικοποιημένα και μοδάτα μυθιστορήματα
κατασκοπείας της εποχής, ο Λε Καρέ παρουσιάζει έναν κόσμο κυνικό, βρώμικο και
γεμάτο προδοσίες. Κανείς δεν φοράει σμόκιν, οι πράκτορές του είναι μεσήλικες, απογοητευμένοι
άντρες με λεκιασμένα πανωφόρια. Ένας κουρασμένος και απογοητευμένος Άγγλος
κατάσκοπος ονόματι Alec αναλαμβάνει μια τρομακτική αποστολή με την ελπίδα ότι
θα είναι η τελευταία του: προσποιείται ότι αυτομόλησε στην Ανατολική Γερμανία,
για να διεισδύσει στο δίκτυο κατασκοπείας του εχθρού και να σπείρει ψευδείς
πληροφορίες σχετικά με έναν ισχυρό αξιωματικό των μυστικών υπηρεσιών της χώρας.
Γραμμένο από προσωπική εμπειρία, με αδυσώπητη, κομψή
ευκρίνεια, είναι ένα θρίλερ πρώτης τάξεως και επίσης ένα θλιβερό, συμπονετικό
πορτρέτο ενός ανθρώπου που επειδή έχει ζήσει με ψέματα, σενάρια και υποθέσεις
για τόσο καιρό, έχει ξεχάσει πώς να λέει την αλήθεια. Θεωρήθηκε επαναστατικό
στην εποχή του, για τον ρεαλιστικό τρόπο που απαξίωνε το ρόλο των μυστικών
υπηρεσιών και επειδή επαναπροσδιόρισε το είδος του κατασκοπευτικού μυθιστορήματος,
εισάγοντας τον "ρεαλισμό του κατασκόπου", τη ντουλάπα με τους σκελετούς
και τον αντιήρωα.
Στην ανανέωση του είδους πρωτίστως βρίσκεται και η
λογοτεχνική του σημασία: αντί για ηρωικούς πράκτορες, βλέπουμε ανθρώπους
κουρασμένους, παγιδευμένους σε ένα παιχνίδι πολιτικής σκοπιμότητας. Όμως ο
ρεαλισμός, η ψυχολογική διεισδυτικότητα και η ηθική αμφισημία το καθιστούν
κλασικό, όχι μόνο στο είδος του, αλλά και γενικότερα στη σύγχρονη ευρωπαϊκή
πεζογραφία. . Αυτό πολλές φορές δεν είναι αποδεκτό από όλους και η λογοτεχνική
του σημασία περιορίζεται (αδίκως) μόνο στο πλαίσιο του είδους του. Η πρώτη ελληνική έκδοση έγινε το 1970 από τις
εκδόσεις Κέδρος