Παρασκευή 12 Δεκεμβρίου 2025

Ό κόσμος μου (της Λουκίας Ζαχείλα)

Elisabeth Jerichau-Baumann. Italian Osteria

Εμμένω σ΄ένα κόσμο άλλο, τον έχω ονειρευτεί τοσο πολύ, έχω σεργιανίσει μέσα του, έχω δει ανατολές και δειλινά, έχω προσκαλέσει φίλους αγαπημένους να φάμε και να πιούμε, να φιλοσοφήσουμε με οίνο και μπομπότα, που είναι αδύνατο αυτός ο κόσμος να μην υπάρχει!

Είναι σωστός, δίκαιος κι ωραίος, γεμάτος μουσικές, τραγούδια κι ομορφιές που γαληνεύουν τη ψυχή

(Αφιερωμένο στο Νίκο, στη Κατερίνα και στο Γιάννη)

Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2025

1965: Από τον Ντικ στον Σαμαράκη και απο τον Φώουλς στον Χέρμπερτ με μια στάση στη Κορέα

First_edition
Dune  (Φρανκ Χέρμπερτ) Διαδραματίζεται στο μέλλον σε μια φεουδαρχική διαστρική κοινωνία, που προέρχεται από επίγειους ανθρώπους, στην οποία διάφοροι ευγενείς οίκοι ελέγχουν πλανητικά φέουδα. Αφηγείται την ιστορία του νεαρού Πωλ Ατρείδη, του οποίου η οικογένεια έχει τη διαχείριση του πλανήτη Arrakis. Ενώ ο πλανήτης είναι μια αφιλόξενη και αραιοκατοικημένη έρημος, είναι η μόνη πηγή του μπαχαρικού «μελανζέ», που παρατείνει τη ζωή, ενισχύει τις νοητικές ικανότητες και είναι επίσης απαραίτητο για τη διαστημική πλοήγηση, που απαιτεί πολυδιάστατη επίγνωσης και διορατικότητα. Καθώς το melange μπορεί να παραχθεί μόνο στον Arrakis, ο έλεγχος του πλανήτη είναι ένα πολυπόθητο εγχείρημα. Η ιστορία εξερευνά τις πολυεπίπεδες αλληλεπιδράσεις της πολιτικής, της θρησκείας, της οικολογίας, της τεχνολογίας και των ανθρώπινων συναισθημάτων καθώς διάφορες φατρίες έρχονται αντιμέτωπες μεταξύ τους σε έναν αγώνα για τον έλεγχο του Arrakis και του μπαχαρικού του. 

Θεωρείται ένα από τα κορυφαία έργα της επιστημονικής φαντασίας και από τα πιο πολύπλευρα μυθιστορήματα των ‘60s. Εισάγει πολύπλοκες θεματικές:  την εξουσία, την εξέλιξη και την προαίσθηση, την οικολογική συνείδηση και την αλληλεξάρτηση με τον πλανήτη, τη θρησκευτική μυστικιστική εμπειρία, τη γεωπολιτική και τα οικονομικά συμφέροντα, τον χειρισμό της θρησκείας και του μύθου ως εργαλείων εξουσίας, και τον αντιηρωικό πρωταγωνιστή. H οικολογία ως στοιχείο της πλοκής — και όχι απλώς ως background — είναι πρωτοποριακή. Ο συνδυασμός πολιτικών συσχετισμών, προσωπικής μοίρας, και συλλογικών μύθων κάνει το έργο βαθύ και πολυεπίπεδο. Η φανταστική καινοτομία του έγκειται στη δημιουργία ενός παντελώς νέου συστήματος πλανητών, οικοσυστημάτων, πολιτισμών (όπως οι Φρεμέν) και μιας λεπτομερούς οικονομικής δύναμης που βασίζεται στο "melange". Διεύρυνε τους ορίζοντες της επιστημονικής φαντασίας, υψώνοντάς την σε λογοτεχνικό επίπεδο. Η γλώσσα είναι πλούσια, αλληγορική και γεμάτη συμβολισμούς.

Η σχεδόν προφητική του ανάλυση για θέματα όπως: ξηρασία, πόροι και θρησκευτικός φανατισμός το κάνουν πιο επίκαιρο σήμερα από ποτέ. Επηρέασε πολλά μεταγενέστερα έργα επιστημονικής φαντασίας, αλλά άλλα και πέρα από το είδος. 

Το βαμμένο πουλί (
Γιέρζι Κοζίνσκι) Ένα χαρακτηριστικό επεισόδιο στο έργο είναι όταν κάποιος πιάνει και βάφει ένα πουλί, που όταν το αφήνει ελεύθερο και αυτό πετά στο σμήνος του, τα υπόλοιπα το απορρίπτουν και το σκοτώνουν επειδή δεν φαίνεται “σαν κι αυτά”. Είναι μια μεταφορά για τον εξόριστο, τον αποκλεισμένο. Το μυθιστόρημα αφηγείται την ιστορία ενός αγοριού, το οποίο εγκαταλείπουν οι γονείς του κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αναγκάζεται να ταξιδεύει μόνο του ανάμεσα σε χωριά σε μια μη κατονομαζόμενη χώρα της Ανατολικής/Κεντρικής Ευρώπης. Οι κάτοικοι των χωριών τον αντιμετωπίζουν με φρίκη και μισαλλοδοξία, νομίζοντάς τον είτε Εβραίο είτε Τσιγγάνο, συχνά βιάζεται, βασανίζεται, υποφέρει από την αμορφωσιά, τη φτώχεια, την προκατάληψη.

Έγινε δεκτό ως έργο που αντιμετωπίζει τον πόλεμο, την απάνθρωπη προκατάληψη, το τραύμα της επιβίωσης. Προκάλεσε συζητήσεις για το πόσο είναι αυτοβιογραφικό και πόσο μυθοπλασία, επίσης, για τη χρήση της βίας και του σοκ ως καλλιτεχνικό μέσο. Έχει θεωρηθεί σημαντικό για τη λογοτεχνία του Ολοκαυτώματος αλλά και γενικά για τη λογοτεχνία του τραύματος. Είναι καινοτόμο στην ωμή, αμείλικτη και σχεδόν κινηματογραφική αφήγησή του. Γραμμένο σε μια πεζή, ρεαλιστική αλλά ταυτόχρονα ονειρική γλώσσα, απεικονίζει τη βαρβαρότητα μέσα από τα μάτια ενός αθώου παιδιού. Η δομή του ως μια σειρά από διακριτά αλλά διαδοχικά επεισόδια βίας και επιβίωσης είναι ισχυρή και απρόσμενα συνεκτική. Η αμεσότητα και η βιαιότητά του άνοιξαν νέους δρόμους για το πώς μπορεί να μιλήσει η λογοτεχνία για την απάνθρωπη πλευρά του ανθρώπου, επηρεάζοντας συγγραφείς που ασχολούνται με παρόμοια σκοτεινά θέματα.

Είναι μια βαθιά μελέτη για τη βία, την ξενοφοβία, την απομόνωση και την απώλεια της ανθρωπιάς. Το παιδί - αντιήρωας είναι ένα εργαλείο για να διερευνηθούν τα άκρα όρια της ανθρώπινης φύσης, τόσο στην σκληρότητα όσο και στην ανθεκτικότητα. Εγείρει ουσιαστικά ερωτήματα για την ταυτότητα, την επιβίωση και το αν η αθωότητα μπορεί να επιβιώσει σε έναν κόσμο που έχει μεταμορφωθεί. Παραμένει ένα συχνά αναφερόμενο και συζητούμενο κλασικό, ένα βιβλίο που συνεχίζει να προκαλεί, να σοκάρει και να προκαλεί ηθικό και φιλοσοφικό διάλογο. Η αυθεντικότητά του (παρά τις διαμάχες γύρω από την πλαστογράφηση) ως μαρτυρία εξακολουθεί να το καθιστά σημείο αναφοράς.

Ο Μάγος
(Τζον Φώουλς) Η ιστορία του Nickolas Urfe, ενός νεαρού Βρετανού που διδάσκει αγγλικά στις Σπέτσες. Ένα μυστηριώδες παιχνίδι ψευδαισθήσεων και φιλοσοφικών διλημμάτων, όπου ο πρωταγωνιστής γνωρίζει μια ψυχολογική και μεταφυσική εμπειρία με ερωτήματα για την ελευθερία, την ηθική και την αλήθεια. Εμπλέκεται στα ψυχολογικά πειράματα ενός πλούσιου που οργανώνει μια σειρά από τέτοια παιχνίδια με ασαφή όμως όρια ανάμεσα σε πραγματικότητα και θέατρο, ανάμεσα σε εξαπάτηση και αυτογνωσία. Ο Nickolas γίνεται σταδιακά μέρος ενός μικρόκοσμου που τον δοκιμάζει, ξεσκεπάζει τις ψευδαισθήσεις του, τις επιθυμίες, τους φόβους και τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τον εαυτό του και τους άλλους.

Παράδειγμα μεταμυθιστορήματος που τελειώνει απροσδιόριστα. Είναι έργο μεταμοντέρνο, με έντονα στοιχεία ψυχολογίας, ονειρικού, μυστηρίου - δεν απαντά πάντα τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο. Διαπραγματεύεται θέματα ταυτότητας, απώλειας, ευθύνης, φύσης του θεάτρου και της ζωής, ερωτισμού, σχέσης δημιουργού – δημιουργήματος, ελευθερίας και χειραγώγησης. Είναι μια φιλοσοφική αναζήτηση μέσα από έναν μυθιστορηματικό λαβύρινθο. Το σκηνικό της Ελλάδας προσδίδει μια εξωτική ατμόσφαιρα και ταυτόχρονα ένα καθρέφτη της απομόνωσης και της αλλοτρίωσης. Είναι ένα πρωτοποριακό έργο που χρησιμοποιεί τεχνικές "θεατρικότητας" και ψυχολογικού παιχνιδιού, θολώνοντας τα όρια μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης, μεταξύ ελεύθερης βούλησης και χειραγώγησης και με δομή που ξετυλίγεται σαν ένας μυστηριώδης, σχεδόν αστυνομικός γρίφος. Ο Φώουλς έλαβε πολλές επιστολές από αναγνώστες που ήθελαν να μάθουν ποιο από τα δύο προφανώς πιθανά αποτελέσματα προκύπτει. Αρνήθηκε να απαντήσει οριστικά, ωστόσο, μερικές φορές άλλαζε την απάντησή του για να ικανοποιεί τον ερωτώντα. Το μυθιστόρημα τελειώνει παραθέτοντας το ρεφρέν του Pervigilium Veneris, (ανώνυμο έργο λατινικής ποίησης), το οποίο εκλαμβάνεται ως ένδειξη του πιθανού προτιμώμενου τέλους.                                                                   

Καθιερώθηκε ως ένα κύριο έργο της αγγλικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα και ως ένα από τα σημαντικότερα μεταμοντέρνα μυθιστορήματα. Επηρέασε την αντίληψη για το πόσο ενεργό ρόλο μπορεί να παίξει ο αναγνώστης στην ερμηνεία του κειμένου και έθεσε τα στάνταρ για μυθιστορήματα που παίζουν με τη αφηγηματική περιγραφή και την ταυτότητα.

Το μειοψηφικό πόρισμα
(Φίλιπ K. Ντικ) Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό Fantastic Universe τον Ιανουάριο του 1956 και γράφτηκε δυο χρόνια πριν. Όμως το 1965 είναι το έτος έκδοσης της ομώνυμης συλλογής διηγημάτων του συγγραφέα ("The Minority Report and Other Classic Stories")

Είναι νουβέλα που τοποθετείται σε μια δυστοπική κοινωνία, όπου η αστυνόμευση έχει γίνει «προληπτική»: τρεις προορατικοί (precogs) βλέπουν μελλοντικά εγκλήματα και η υπηρεσία Precrime συλλαμβάνει τους υπόπτους πριν διαπράξουν το έγκλημα. Ο κεντρικός χαρακτήρας, ο John Anderton, διευθυντής της Precrime, ανακαλύπτει πως ο ίδιος «προβλέπεται» ότι θα διαπράξει φόνο - κι ενώ όλα τα πρωτόκολλα δείχνουν ότι τα προφητικά αποτελέσματα είναι αλάνθαστα, εμφανίζεται μια «μειοψηφική» έκθεση: ένας από τους τρεις precogs διαφωνεί με τους άλλους δύο. Η ύπαρξη αυτής της απόκλισης ανοίγει το ηθικό και φιλοσοφικό ερώτημα: αν υπάρχουν εναλλακτικά μέλλοντα, υπάρχει ακόμα ελεύθερη βούληση; Ο Anderton προσπαθεί να αποδείξει ότι το σύστημα δεν είναι αμετάκλητο, αναζητώντας αποδείξεις για τη φύση των «προφητειών» και αντιμετωπίζοντας την προδοσία, την παράνοια και το βάρος της εξουσίας που τον καθιστά στόχο.

Η νουβέλα συμπυκνώνει πολλά από τα κεντρικά θέματα του συγγραφέα: την αμφισβήτηση της πραγματικότητας, την παραμορφωτική επίδραση της τεχνολογίας στην ηθική και το ερώτημα «ποιος έχει το δικαίωμα να ξέρει το μέλλον;». Λειτουργεί τόσο ως συναρπαστικό θρίλερ αστυνομικής φύσης όσο και ως φιλοσοφικό δοκίμιο περί προγνωστικής γνώσης και ηθικής ευθύνης. Η ιδέα της προληπτικής δικαιοσύνης - να τιμωρείς πριν συμβεί κάτι - προβάλλει προβλήματα νομιμότητας, κατάχρησης εξουσίας και ατομικών δικαιωμάτων: ο συγγραφέας δείχνει πώς η «ακρίβεια» μιας πρόβλεψης δεν αναιρεί τις πολιτικές και ηθικές συνέπειες της χρήσης της. Η ιστορία θεωρείται προφητική όσον αφορά σύγχρονες συζητήσεις για την προγνωστική αστυνόμευση, την αλγοριθμική διαφάνεια και τον κίνδυνο ιδεολογικής «προληπτικής» καταστολής - γι’ αυτό διαβάζεται σήμερα ως προειδοποίηση για την τεχνολογική καταστολή και την απώλεια του αυτοπροσδιορισμού.

«Το μειοψηφικό πόρισμα» και η νουβέλα περιλαμβάνεται στην ελληνική συλλογή The Minority Report — 9+1 κλασικές νουβέλες και διηγήματα (με τίτλο στο εξώφυλλο στα αγγλικά και ελληνικούς υπότιτλους), εκδ. Μέδουσα, Αθήνα 2002 — μετάφραση/εισαγωγή Γιώργου Γούλα (και άλλων μεταφραστών για τα υπόλοιπα κείμενα). 

Τείχος Βερολίνου (AFP Christof Stache)
Το Λάθος
(Αντώνης Σαμαράκης) Ένα σημαντικό έργο για τον ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα και μια δυνατή καταγγελία των δικτατοριών. Η θεματική του βαθύτητα στην αναπαράσταση της υπαρξιακής αγωνίας και του φόβου υπό καταπίεση είναι εξαιρετική.

Το μυθιστόρημα είναι αστυνομικό-ψυχολογικό, με έντονη πολιτική αλληγορία. Ένας πολίτης θεωρείται ύποπτος ότι κινδυνεύει να διαπράξει συνωμοτική ενέργεια εναντίον του καθεστώτος. Ο μόνος που θα μπορούσε να τον υπερασπιστεί ή να επιβεβαιώσει την ενοχή του δολοφονείται από πράκτορες της ασφάλειας, έτσι μπαίνει σε εφαρμογή ένα “Σχέδιο” για να του δοθεί η εντύπωση ότι υπάρχει ευκαιρία απόδρασης, ώστε να αποδειχθεί η ενοχή του — ή έστω η συμμόρφωσή του. Κατά τη μεταφορά του, συμβαίνει ένα απρόοπτο, ο ανακριτής που πιστεύει στο Σχέδιο βρίσκεται να βιώνει μαζί με τον ύποπτο ανθρώπινες στιγμές, κάτι που του δημιουργεί συναισθηματική σύγκρουση. Το τέλειο σχέδιο έχει ένα κρίσιμο “λάθος”, την ανθρώπινη πλευρά που δεν μπορεί πάντοτε και για όλα να χειραγωγηθεί ολοκληρωτικά από την εξουσία.

Θεωρείται από τα σημαντικότερα ελληνικά μυθιστορήματα μεταπολεμικά, με σαφή αντι-καθεστωτική χροιά. Γράφτηκε λίγο πριν τη δικτατορία (1967–74), κι έχει λειτουργήσει ως προφητικό έργο όσον αφορά την εξουσία, την καταπίεση και την υποταγή. Η τεχνική του - η αοριστία στην αναφορά τόπου / χρόνου, η αφαίρεση χαρακτηρισμών - του δίνει καθολικό χαρακτήρα, δεν αφορά μόνο μια χώρα ή ένα καθεστώς, αλλά πολλά. Η αλληγορία της σχέσης καθεστώτος / ατόμου, η ένταση μεταξύ υποταγής και αντίστασης, ανθρωπιάς και γραφειοκρατικής εξουσίας, είναι το μεγάλο μήνυμα του.

Σεούλ, Χειμώνας 1964
(Kim Seungok)  Ένα κύριο έργο της νοτιοκορεατικής λογοτεχνίας, γραμμένο λίγο μετά τον εμφύλιο πόλεμο. Αποτελεί μια καινοτόμα και κυνική ματιά στη νεοτερίζουσα κορεατική κοινωνία και την αλλοτρίωση στην ταχεία αστικοποίηση.  

Αφηγείται την συγκινητική ιστορία ενός θλιμμένου και μοναχικού άνδρα που έχει χάσει τα πάντα, αισθάνεται αποξενωμένος στην πόλη του και εξετάζει την αυτοκτονία, βρίσκοντας τον εαυτό του αβοήθητο και μόνο. Αποτυπώνει τη Σεούλ στις αρχές της δεκαετίας του 1960, μια πόλη που βιώνει τις επιπτώσεις ταχείας εκβιομηχάνισης και κοινωνικών αλλαγών. Ο συγγραφέας εξετάζει την αποξένωση, το αίσθημα απώλειας, την ανωνυμία, και την ένταση μεταξύ παραδοσιακού και σύγχρονου, την αδυναμία του ατόμου να βρει νόημα σε μια κοινωνία που αλλάζει γρήγορα. Είναι έργο που συνετέλεσε στο να αναδυθεί μια γενιά κορεατών συγγραφέων ως η γενιά που βιώνει τη ρήξη ανάμεσα στο παλιό και το νέο, ανάμεσα στα όνειρα και την πραγματικότητα.

Θεωρείται σημαντικό γιατί “κρυσταλλώνει το κορεατικό αίσθημα απώλειας και ματαιότητας που συνοδεύει την εκβιομηχάνιση” της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της κορεατικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας, που στρέφεται περισσότερο προς το εσωτερικό τοπίο, την ψυχολογία, τη νοσταλγία, παρά προς την ηρωική ή ιδεολογική διάσταση.

Δευτέρα 8 Δεκεμβρίου 2025

Οι Ντεγκρέδες μας έλειπαν (Δ. Βασιλείου)



Αμέριμνοι ρουφάτε ναργιλέδες

κι’ όλοι τούτοι οι ντεγκρέδες

στην Ελλάδα τριγυρνάνε

εξοχότητα πουλάνε.



Των λακέδων τους παιδιά

έχουν τώρα τα κλειδιά

και τις πόρτες τούς ανοίγουν

στα παλάτια, μπας και φύγουν.



Οι μεγάλοι οι παπάδες,

που τους κάνουν τεμενάδες,

τους αγιάζουν, τους βλογάνε

όλα πρίμα για να πάνε.



Από πίσω και οι γλύφτες,

των αγνών μυαλών οι τρίφτες,

τάχα ενημέρωση σας δίνουν

στην υγειά των βασιλιάδων πίνουν.



Πόσο ακόμα θα κοιτάτε

όλοι εσείς που δεν ξεχνάτε;

Αραχτοί στους καναπέδες

κι’ ας χορεύουν οι ντεγκρέδες;

                                                                03.06.2025

Σαν σήμερα, 51 χρόνια πριν, στις 8 Δεκέμβρη του 1974, πραγματοποιήθηκε το Δημοψήφισμα για την συνέχιση ή την κατάργηση του θεσμού της βασιλείας στην Ελλάδα. Με ένα ισχυρό 69,18%, οι Έλληνες πολίτες κατάργησαν την βασιλεία στην χώρα. Κι' αυτό παρά την ουδέτερη στάση που κράτησε η Ν.Δ., με εντολή Κων. Καραμανλή, η οποία Ν.Δ. στις βουλευτικές εκλογές της 17 Νοέμβρη  του 1974, είχε πάρει 54,37% ! Βέβαια, νομίζω ότι θυμάστε, το 1988 ο Κων. Μητσοτάκης χραρακτήρισε την διεξαγωγή του Δημοψηφίσματος "unfair" ! (Δ.Βασιλείου)

1964: Από τον Μπέλοου στον Αξελό και απο τη Ντυράς στη Χάισμιθ με μια στάση στον Σαρτρ

Χέρτσογκ (Σολ Μπέλοου) Παρακολουθεί πέντε ημέρες τη ζωή του καθηγητή πολιτιστικής ιστορίας Mores Herzog, ο οποίος στα 47 του χρόνια περνά κρίση μέσης ηλικίας και εξάντληση μετά το διαζύγιο από τη δεύτερη άπιστη σύζυγό του. Έχει δύο παιδιά, ένα από κάθε σύζυγο, και έχει σχέση με τη Ραμόνα, αλλά ξεφεύγει και από αυτή τη δέσμευση. Ο Χέρτσογκ ξοδεύει μεγάλο μέρος του χρόνου του τόσο σε έντονο και συχνά ξεκαρδιστικό διανοητικό στοχασμό γράφοντας γράμματα που δεν στέλνει ποτέ. Αυτές οι επιστολές απευθύνονται σε φίλους, μέλη της οικογένειας και διάσημες προσωπικότητες, συμπεριλαμβανομένων ιστορικών παραληπτών που έχουν πεθάνει ή τους οποίους δεν γνώρισε ποτέ. Το κοινό νήμα είναι ότι ο Χέρτσογκ εκφράζει πάντα την απογοήτευσή του, είτε τη δική του για τις αποτυχίες των άλλων ή τα λόγια τους, είτε ζητά συγγνώμη για τον τρόπο που απογοήτευσε τους άλλους....

Είναι ένα επιτυχημένο πείραμα στη μορφή του "μονολόγου της συνείδησης". Ωστόσο, σε αντίθεση με τους υπερ-προσαρμοσμένους μονόλογους του Τζόυς, ο  Bellow τον ελέγχει και τον δομεί μέσα από τα γράμματα που γράφει (και ποτέ δεν στέλνει) ο πρωταγωνιστής του. Αυτή η τεχνική δημιουργεί μια μοναδική νοητική αφήγηση, γεμάτη ειρωνεία, πικρία, χιούμορ και βαθιό φιλοσοφικό προβληματισμό. Η γλώσσα του είναι πλούσια, εύγλωττη και συνδυάζει την καθομιλουμένη με το διανοητικό ύφος. Εξετάζει βαθιά θέματα: την κρίση της μέσης ηλικίας, την αποξένωση, την αποτυχία στις προσωπικές σχέσεις, τον ρόλο του διανοούμενου στον σύγχρονο κόσμο, την ηθική, την ιουδαϊκή ταυτότητα και την αναζήτηση νοήματος. Ο Χέρτσογκ είναι ο απόλυτος αντι-ήρωας της εποχής, και ο αγώνας του είναι κοινός.

Θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της Αμερικανικής λογοτεχνίας της μεταπολεμικής εποχής. Εμπέδωσε τη θέση του Μπέλοου ως κεντρική μορφή του 20ού αιώνα και βοήθησε να επικρατήσει η τάση του ψυχολογικού ρεαλισμού που διερευνά τον σύγχρονο, αστικοποιημένο άνθρωπο στην κρίση της ταυτότητάς του. Παραμένει ένα από τα πιο διαβασμένα και αναφερόμενα αμερικανικά μυθιστορήματα του 20ού αιώνα. Συνεχίζει να εκδίδεται και να μελετάται σε πανεπιστημιακά προγράμματα σε όλο τον κόσμο, αποτελώντας βασικό σημείο αναφοράς για την κατανόηση της αμερικανικής κοινωνίας και λογοτεχνίας της δεκαετίας του '60.

Το μακρύ ταξίδι στη μοναξιά της Λόλα Στάιν (Μαργκερίτ  Ντυράς) Η Λόλα είναι μια γυναίκα γύρω στα τριάντα. Γεννήθηκε και μεγάλωσε σε μια αστική οικογένεια και είναι αρραβωνιασμένη με τον Michael. Ωστόσο, σε ένα χορό σε ενα παραθαλάσσιο θέρετρο, ο Michael την αφήνει για την Anne-Marie, μια μεγαλύτερη γυναίκα. Μετά από μια δύσκολη ανάρρωση από αυτό το σοκ που τη σημαδεύει για το υπόλοιπο της ζωής της, η Λόλα παντρεύεται τον Τζον, έναν μουσικό που συναντά σε μια από τις καθημερινές της βόλτες...

Η Duras εδώ φτάνει στην κορυφή της πειραματικής της γραφής. Το έργο είναι μια υπερ-αφηγηματική περιγραφή, όπου η πλοκή (η εγκατάλειψη της Λόλα από τον αγαπημένο) λειτουργεί μόνο ως πρόσχημα. Το πραγματικό θέμα είναι η απουσία, η λήθη, η μοναξιά και η αδυναμία της γλώσσας να αποτυπώσει πλήρως την εμπειρία. Η γλώσσα είναι υπεραπλή, υπνωτική και επαναλαμβανόμενη, μιμείται τη διαδικασία της μνήμης και της ψυχολογικής τραυματικής εμπειρίας. Είναι ένα τεράστιο βήμα προς τον "Νέο Μυθιστόρημα" και τη μετα-μοντέρνα αφήγηση. Εξερευνά τα βάθη της ψυχολογικής κατάρρευσης, τη φύση της μνήμης και της λήθης, την επιθυμία που προκύπτει από την απώλεια, και την ασάφεια της ταυτότητας. Η Λόλα Στάιν γίνεται το σύμβολο του απρόσιτου, του απωθημένου και του ουσιαστικά αγνώστου.

Το βιβλίο είναι πιθανότατα το πιο επιδραστικό της Ντυράς και ένα από τα σημαντικότερα της γαλλικής λογοτεχνίας της περιόδου. Επηρέασε βαθιά τη φεμινιστική θεωρία (ιδιαίτερα το Ζακ Λακάν, που του αφιέρωσε ένα σεμινάριο) και τον τρόπο που η λογοτεχνία μπορεί να μιλήσει για την γυναικεία υποκειμενικότητα, την επιθυμία και το τραύμα. Επέκτεινε τα όρια του τι μπορεί να θεωρηθεί μυθιστόρημα.

Παραμένει μια απαραίτητη ανάγνωση για οποιονδήποτε μελετά τη Marguerite Duras, το Γαλλικό Νέο Μυθιστόρημα ή τη σχέση λογοτεχνίας και ψυχαναλυτικής θεωρίας. Η επιρροή του είναι πιο ευδιάκριτη σε ακαδημαϊκούς και θεωρητικούς κύκλους, αλλά είναι θεμελιώδες για την κατανόηση της εξέλιξης του μυθιστορήματος.

Τα δύο πρόσωπα του Ιανουαρίου (Πατρίτσια Χάισμιθ) Ίσως μόνο η ευφυΐα της Χάισμιθ να μπορούσε να αντιληφθεί ότι το μυστηριακό σκοτάδι της Κνωσού συνιστά το ιδανικό περιβάλλον για φόνο. Από κει πήρε την ιδέα και έστησε ένα από τα πιο ακριβή της μυθιστορήματα. Το φονικό έχει επίκεντρο τα ξενοδοχεία ¨Κινγκ Πάλας¨ και ¨Μεγάλη Βρετανία¨, καταγράφοντας ανάγλυφα την εικόνα της Αθήνας τη δεκαετία του '60, αλλά σύντομα μεταφέρεται στην Κρήτη, και συγκεκριμένα στα Χανιά, στο Ρέθυμνο, στο Ηράκλειο και στο ανάκτορο της Κνωσού. Έχοντας φύγει από τις ΗΠΑ, όπου κινδυνεύει να φυλακιστεί για απάτες, ο Τσέστερ ΜακΦάρλαντ φτάνει στην Ελλάδα μαζί με τη νεαρή γοητευτική γυναίκα του Κολέτ. Και οι δυο προσπαθούν να δώσουν την εντύπωση αθώων τουριστών στην Αθήνα μέχρι τη μέρα που πάνω στον πανικό του ο Τσέστερ σκοτώνει, άθελά του, έναν ιδιαίτερα περίεργο αστυνομικό επιθεωρητή. Από κει ξεκινά ένα παράξενο κυνηγητό που οδηγεί το ζευγάρι στην Κρήτη, την οποία μεταφέρει άκρως παραστατικά, με τις απαραίτητες δόσεις μυστηρίου, η κατεξοχήν συγγραφέας του ανθρώπινου βάθους.

Είναι αδιαμφισβήτητα ένα αριστούργημα του ψυχολογικού θρίλερ, στο οποίο η συγγραφέας έχει τεράστια συμβολή. Ωστόσο, η λογοτεχνική της αξία συχνά υποτιμάται λόγω του "λαϊκού" της είδους. Παρόλο που είναι καινοτόμο και επιδραστικό, τα κριτήρια της θεματικής εμβάθυνσης και της επιρροής του περιορίζονται (ίσως άδικα) μόνο στο είδος του ψυχολογικού θρίλερ.

Οι λέξεις (Ζαν-Πωλ Σαρτρ) Πρόκειται για ένα σημαντικό αυτοβιογραφικό έργο, μια δριμεία αυτό-ψυχανάλυση και μια μεταστροφή  από το λογοτεχνικό είδος του νεαρού Σαρτρ. Το θεματικό του βάθος είναι αδιαμφισβήτητη. Ωστόσο, από πλευράς καινοτομίας στη φόρμα και τη γλώσσα, δεν είναι τόσο πειραματικό. Η επιρροή του είναι μεγάλη, αλλά περισσότερο στο πλαίσιο της φιλοσοφίας και της αυτοβιογραφίας παρά στη μυθιστορηματική τέχνη. Πρωτοκυκλοφόρησε στη χώρα μας το 1965 από τις εκδόσεις Αρσενίδης, σε μετάφραση Κώστα Σταματίου.

Προς τη πλανητική σκέψη (Κώστας Αξελός) Λειτουργεί ως ποιητική εισαγωγή σε μια νέα κοσμοθεώρηση. Αναζητά μια σκέψη «πλανητική», δηλαδή ανοιχτή, περιπλανώμενη, ικανή να υπερβεί τα όρια των εθνικών, επιστημονικών και φιλοσοφικών παραδόσεων. Η λογοτεχνική του αξία βρίσκεται στην ατμόσφαιρα περιπλάνησης που δημιουργεί: η γλώσσα είναι ρυθμική, γεμάτη εικόνες, μεταφορές και υπαινιγμούς. Το κείμενο μοιάζει με ποιητικό ταξίδι στο οποίο ο αναγνώστης συμμετέχει όχι για να φτάσει σε μια τελική αλήθεια, αλλά για να βιώσει την ανοιχτότητα της σκέψης. Είναι ένα κείμενο με ύφος που ακροβατεί ανάμεσα στη φιλοσοφία και την ποιητική πρόζα. Η ίδια η έννοια της «πλανητικής σκέψης» δεν περιορίζεται σε μια κατηγορία ή σε έναν ορισμό. Παρουσιάζεται σαν ένα ανοιχτό ταξίδι, σαν μια περιπλάνηση που έχει τον ρυθμό και την ελευθερία ενός ποιήματος.

«Πλανητική σκέψη εννοώ μια σκέψη που παίρνει τη σκυτάλη από την ευρωπαϊκή και σύγχρονη σκέψη και που απλώνεται σε όλη την υδρόγειο σφαίρα, δηλαδή στον πλανήτη Γη. Η πλανητική σκέψη, κι αυτός είναι ο νεωτερισμός της, δεν είναι πλέον μια σκέψη της αλήθειας αλλά μια σκέψη της περιπλάνησης. Καθώς, ελληνικά, πλανήτης σημαίνει πλάνης αστήρ, η μοίρα του δικού μας περιπλανώμενου άστρου είναι να ριχτούμε σε ένα δρόμο όπου όλες οι αλήθειες εμφανίζονται ως θριαμβικές μορφές της περιπλάνησης»

Η πλανητική σκέψη δεν επιδιώκει μεταφυσική αλήθεια αλλά αναγνωρίζει την ενότητα μέσα από την περιπλάνηση – μια ενότητα σπασμένη και ρευστή. Κατορθώνει να μεταμορφώσει τη φιλοσοφική αναζήτηση σε μια αναγνωστική εμπειρία. Ο λόγος του είναι ρυθμικός, συχνά διακεκομμένος, με εικόνες που αναδύονται από το κείμενο όπως αναδύονται από τη θάλασσα νησιά: ο κόσμος γίνεται σκηνή, η σκέψη περιπλανώμενος παίκτης, το ανθρώπινο ον ταξιδιώτης που βαδίζει προς έναν ατέρμονο ορίζοντα. Δεν υπάρχει τελικός προορισμός, αλλά μια συνεχής διαδικασία ανοίγματος και αυτή η διαδικασία παρουσιάζεται με μια γλώσσα που περισσότερο θυμίζει λογοτεχνικό στοχασμό παρά φιλοσοφικό επιχείρημα.

Επίσης κάνει χρήση «ποιητικών μεταφορών» για να αποδοθούν οι πιο αφηρημένες έννοιες. Μιλά για τον κόσμο και την ιστορία όχι σαν αντικείμενα μελέτης, αλλά σαν πλάσματα που ανασαίνουν, σαν  τοπία που ανοίγονται μπροστά στον αναγνώστη. Ο πλανήτης είναι ο ήρωας. Οι προτάσεις εκτείνονται σαν πανοραμικά πλάνα, οι λέξεις «γη», «αέρας», «παιγνίδι» λειτουργούν σαν πρόσωπα. Το κείμενο διαβάζεται σαν μια επιστολή που γράφεται από τον κόσμο προς τον εαυτό του. Συνολικά, είναι ένα ποίημα - σάρκα όπου οι έννοιες γίνονται σώματα και οι σώματα γίνονται ρυθμοί. Ο Αξελός δημιουργεί ένα είδος «φιλοσοφικής πεζογραφίας» που διαβάζεται σαν ρομαντική νουβέλα χωρίς πλοκή – μόνο με την κίνηση της σκέψης.

Η εμπειρία της ανάγνωσης είναι αισθητικά συγκινητική, διότι οι φράσεις δεν απευθύνονται μόνο στη λογική, αλλά και στη φαντασία και το συναίσθημα. Ο αναγνώστης νιώθει ότι καλείται να ακολουθήσει τον συγγραφέα σε μια περιπλάνηση που δεν έχει σαφή βήματα, αλλά κινείται με τον ρυθμό της ανακάλυψης. Κάθε σελίδα μοιάζει με πρόσκληση σε διάλογο: όχι φιλοσοφικό με την κλασική έννοια, αλλά μια μορφή συνομιλίας που θυμίζει στοχαστική ποίηση. Πρωτοκυκλοφόρησε στην Ελλάδα το 1996 από τις εκδόσεις Εστία

Σημείωση: Φτάσαμε αισίως στη παρουσίαση 603 λογοτεχνικών τίτλων απο τη βαθειά αρχαιότητα μέχρι το 1964. Μπορείται να τα βρείτε όλα στις ετικέτες ¨Κάθε βιβλίο είναι ένα τρένο΄και ΄Προτάσεις ανάγνωσης¨. 

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2025

Κορτάσαρ, Λιόσα, Βόνεγκατ, Μπέρτζες, Κανταρέ αλλάζουν τη μορφή, τη γλώσσα και τις τεχνικές της λογοτεχνίας το 1963

Το κουτσό (Χούλιο Κορτάσαρ) Το Rayuela αποτελεί ένα από τα πιο εμβληματικά μυθιστορήματα της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας και θεωρείται κορυφαίο δείγμα του λεγόμενου «Λατινοαμερικανικού Μπουμ». Ο Χούλιο Κορτάσαρ επιχειρεί εδώ να καταργήσει τις παραδοσιακές φόρμες αφήγησης και να προσφέρει στον αναγνώστη ένα έργο ανοιχτό, πειραματικό και διαδραστικό. Το ίδιο το μυθιστόρημα έχει διπλή δομή: μπορεί κανείς να το διαβάσει με τον συμβατικό τρόπο, ακολουθώντας τα κεφάλαια με τη φυσική τους σειρά, ή ακολουθώντας μια εναλλακτική αλληλουχία που προτείνει ο συγγραφέας στον «πίνακα οδηγιών» στην αρχή. Έτσι μοιάζει με παιχνίδι, σαν το παιδικό «κουτσό» (εξ ου και ο τίτλος).

Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από τον Οράσιο Ολιβέιρα, έναν Αργεντινό διανοούμενο που ζει στο Παρίσι, και τη σχέση του με τη Μάγκα, μια νεαρή Ουρουγουανή. Ο έρωτάς τους είναι γεμάτος πάθος αλλά και αστάθεια, και γίνεται αφορμή για φιλοσοφικές συζητήσεις και αναζητήσεις. Ο Κορτάσαρ δημιουργεί ένα μωσαϊκό από σκηνές καθημερινότητας, υπαρξιακούς στοχασμούς και ποιητικές εικόνες, που σπάνε κάθε αίσθηση γραμμικής αφήγησης. Στο δεύτερο μέρος, ο Ολιβέιρα επιστρέφει στο Μπουένος Άιρες, όπου η αποξένωση κορυφώνεται, ενώ η τρέλα και η αυτοκαταστροφή μοιάζουν αναπόφευκτες. Εξερευνά βαθιά φιλοσοφικά ερωτήματα: την αναζήτηση της αυθεντικότητας, τη φύση της πραγματικότητας, την αδυναμία επικοινωνίας, την αντιπαράθεση τάξης και χάους (συμβολιζόμενη στα ζεύγη "Παρίσι-Μπουένος Άιρες", "Ολίβια - Μάγκα"). Είναι τόσο μυθιστόρημα όσο και μεταμυθιστόρημα για τη δημιουργία ενός μυθιστορήματος.

 Πρόκειται για έργο-σταθμό που αμφισβήτησε τις κλασικές συμβάσεις του μυθιστορήματος και καθιέρωσε το είδος του «αντι-μυθιστορήματος». Εισήγαγε στον ισπανόφωνο κόσμο έναν μοντερνισμό επηρεασμένο από τον Τζόυς, τον Μπέκετ και τον Σαρτρ, αλλά ταυτόχρονα βαθιά ριζωμένο στη λατινοαμερικανική κουλτούρα. Η έννοια της «συμμετοχής του αναγνώστη» έγινε κεντρική, ο αναγνώστης καλείται όχι απλώς να παρακολουθήσει αλλά να «παίξει» με το κείμενο, να επιλέξει πορεία ανάγνωσης και να συν-δημιουργήσει το νόημα. Επιπλέον, υπήρξε και πολιτική χειρονομία. Ο Κορτάσαρ, ζώντας εξόριστος στο Παρίσι, σχολίαζε την κρίση ταυτότητας της λατινοαμερικανικής διανόησης, την αποξένωση στη μεγαλούπολη, αλλά και τη δυνατότητα μιας νέας, απελευθερωτικής συνείδησης. Η «Κλαμπ ντε λα Σερπέν», η παρέα διανοουμένων του μυθιστορήματος, αποτυπώνει τις ατελέσφορες αναζητήσεις μιας γενιάς που αναζητούσε νόημα στη φιλοσοφία και την τέχνη.

Σήμερα διαβάζεται όχι μόνο ως πρωτοποριακή φόρμα αλλά και ως υπαρξιακός στοχασμός για τη ζωή, την αγάπη και την αναζήτηση του «Άλλου». Η γλώσσα του, γεμάτη λογοπαίγνια, νεολογισμούς και ρυθμούς, εξακολουθεί να ασκεί γοητεία και να εμπνέει νέες γενιές συγγραφέων και αναγνωστών. Πρόκειται για έργο που δεν εξαντλείται ποτέ, ακριβώς γιατί το νόημά του είναι ανοιχτό και μεταβλητό, όπως ένα παιχνίδι που ξαναπαίζεται με κάθε ανάγνωση. Η πρώτη ελληνική έκδοση έγινε το 1977 από τις εκδόσεις Εξάντας.

Η πόλη και τα σκυλιά (Μάριο Βάργκας Λιόσα) Πρόκειται για το πρώτο μυθιστόρημα του μετέπειτα Νομπελίστα. Η σημασία του έγκειται στην τολμηρή κοινωνική κριτική και την πρωτοτυπία της τεχνικής, που εισήγαγε. Ήταν ένα από τα ιδρυτικά έργα του Λατινοαμερικανικού Μπουμ και καθιέρωσε τον Βάργκας Λιόσα ως κύριο λογοτεχνικό δημιουργό. Έδωσε στο λογοτεχνικό κανόνα ένα νέο μοντέλο για το πώς μπορεί να αφηγηθεί μια κορυφαία κοινωνική και πολιτική αλληγορία.

Η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Στρατιωτική Σχολή Λεόνσιο Πράδο στη Λίμα του Περού, ένα αυταρχικό περιβάλλον όπου η βία, η σκληρότητα και οι ιεραρχίες κυριαρχούν. Καταγράφει τη ζωή μιας ομάδας εφήβων που, μέσα από τελετουργίες ταπείνωσης και εξουσίας, «εκπαιδεύονται» να γίνουν άντρες, συχνά εις βάρος της ατομικότητας και της ευαισθησίας τους. Ο συγγραφέας καταγγέλλει τις στρατιωτικές πρακτικές και εξετάζει βαθιά θέματα ψευτομαγκιάς, βίας, κουράγιου, προδοσίας, και τη διαδικασία δημιουργίας της ταυτότητας υπό καταπιεστικά συστήματα (τη στρατιωτική σχολή ως μικρόκοσμο του αυταρχικού και διεφθαρμένου περουβιανού / λατινοαμερικανικού κοινωνικού ιστού). Το έργο σκανδάλισε στη χώρα του, αντίτυπα του κάηκαν δημόσια, αλλά αναγνωρίστηκε διεθνώς ως ένα από τα ισχυρότερα ντεμπούτα της εποχής.

Είναι ένα αριστούργημα αφηγηματικής τεχνικής. Χρησιμοποιεί την τεχνική του "dialogo corrido" (διάλογοι χωρίς σημάδια οριοθέτησης που συγχωνεύονται με την αφήγηση), εναλλαγές σημείων όρασης, αναδρομικές εικόνες και έναν αφηγητή που αλλάζει προοπτική συνεχώς (αόριστη δεύτερη πτώση, τρίτο πρόσωπο). Η δομή είναι πολύπλοκη και μοντερνιστική. Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα της ισπανόφωνης λογοτεχνίας και συνεχίζει να μελετάται εκτενώς. Η πρώτη ελληνική έκδοση έγινε το 1976 από τις εκδόσεις Οδυσσέας.

Η φωλιά της γάτας (Κουρτ Βόνεγκατ) Ο συγγραφέας δημιούργησε μια μοναδική, αποσπασματική και ειρωνική αφηγηματική προειδοποίηση. Είναι ένα από τα κύρια έργα που γεφύρωσε το χάσμα μεταξύ της «υψηλής» λογοτεχνίας και της επιστημονικής φαντασίας, ανυψώνοντας την τελευταία ως σοβαρό μέσο κοινωνικής σάτιρας και φιλοσοφικού προβληματισμού.

Χρησιμοποιεί σύντομα κεφάλαια, σατιρικά στοιχεία, επιστημονική φαντασία και την εφεύρεση μιας νέας θρησκείας για να δομήσει την κριτική του στον ανθρώπινο πολιτισμό. Η γλώσσα είναι ξηρή, σαρδονική και απολύτως αναγνωρίσιμη. Ο αφηγητής ερευνά την κληρονομιά του εφευρέτη της ατομικής βόμβας και «ανακαλύπτει» μια νέα ουσία, τον «πάγο-εννιά», που έχει τη δύναμη να παγώσει ακαριαία όλο το νερό της γης. Επικρίνει πικρά την επιστήμη χωρίς ηθική, τη γελοιότητα του πολέμου, την οργανωμένη θρησκεία και την τάση της ανθρωπότητας για αυτοκαταστροφή, όλα συμπυκνωμένα στο θανατηφόρο «Ice-nine». Η αφήγηση με παρωδία, μαύρο χιούμορ και πικρή ειρωνεία οδηγεί σε μια αποκαλυπτική κατάληξη.

Αποτελεί μια καυστική σάτιρα της επιστήμης και της τυφλής πίστης στην τεχνολογική πρόοδο, αλλά και μια αλληγορία για τη θρησκεία, μέσω της επινόησης της «μποκονονιστικής» πίστης, μιας «νέας» θρησκείας γεμάτης παράδοξες αλήθειες. Ο Βόνεγκατ καταφέρνει να συνδυάσει την ελαφρότητα με τη μεταφυσική αγωνία, προσφέροντας ένα έργο που επηρεάζει ακόμη και σήμερα τη σάτιρα της δυστοπικής λογοτεχνίας.

Η προφητική του φύση για την κλιματική αλλαγή, τους πυρηνικούς κινδύνους και την παραπληροφόρηση το κάνουν πιο επίκαιρο από ποτέ. Επηρέασε γενιές συγγραφέων και διανοούμενων. Η πρώτη ελληνική έκδοση έγινε το 1979 από τις εκδόσεις Χατζηνικολή.

Το κουρδιστό πορτοκάλι (Άντονι Μπέρτζες) Από τα πιο προκλητικά μυθιστορήματα του 20ου αι. Ένα κοινωνικό καθεστώς καθορίζεται μέσω της δημοκρατίας, της κοινωνικής ανοχής και της γλώσσας. Εδώ παρουσιάζονται και τα τρία, με πρώτο τη γλώσσα!

Για να υπαινιχθεί το μοχθηρό σύμπαν του 15χρονου παραβατικού Άλεξ και των δολοφονικών φίλων του, ο Burgess έχει το «Viddy» για το «κοίτα», «horrorshow» για το «καλά» — από τα ρωσικά, "vidit" & "khorosho", που σου δίνουν κάποια ιδέα για το ποιο υβρίδιο πολιτικού συστήματος έχει επικρατήσει. Οι λέξεις τον τοποθετούν σε έναν κόσμο διεφθαρμένων αξιών, βίας και απεριόριστης εφηβικής ανομίας (το ναρκωτικό του είναι «γάλα συν.»). Όταν ο Άλεξ συλλαμβάνεται από τις αρχές και υποβάλλεται σε πειραματική ψυχολογική «αναμόρφωση» για να του δημιουργήσουν ναυτία σε οποιαδήποτε παρόρμηση προς τη βία, το βιβλίο γίνεται διαλογισμός σχετικά με το εάν ένας κόσμος στον οποίο το κακό μπορεί να επιλεχθεί ελεύθερα μπορεί να εξακολουθεί να είναι προτιμότερος από έναν κόσμο στον οποίο επιβάλλεται η καλοσύνη. Η ψυχρή υπέροχη «αμαρτωλή» προσαρμογή του Στάνλεϊ Κιούμπρικ έχει απειλήσει μερικές φορές να επισκιάσει αυτό το σπουδαίο μυθιστόρημα. Μην το αφήσετε να συμβεί.

Η λογοτεχνική σημασία του έργου έγκειται στην εξερεύνηση του προβλήματος της ελευθερίας: είναι προτιμότερο να επιλέγεις το κακό ή να σου αφαιρείται η δυνατότητα επιλογής; Η χρήση μιας εφευρετικής γλώσσας το καθιστά μοναδικό, αυτή δεν είναι απλά ένα στολίδι, αλλά βασικό στοιχείο της εμπειρίας ανάγνωσης, που αναγκάζει τον αναγνώστη να μπει στον κόσμο του ναρκισσιστή, βίαιου πρωταγωνιστή και να τον απομακρυνθεί από αυτόν ταυτόχρονα. Η βία, παρουσιασμένη με μαύρο χιούμορ, προκαλεί τον αναγνώστη να στοχαστεί πάνω στη φύση της ανθρώπινης ηθικής. Αντιμετωπίζει βαθιά ηθικά και φιλοσοφικά διλήμματα: Είναι επιθυμητό να αναγκάζεσαι να κάνεις το καλό; Μπορεί η κοινωνία να θυσιάσει την ανθρώπινη ελευθερία για χάρη της ασφάλειας;

Παραμένει ένα κλασικό της δυστοπικής λογοτεχνίας και μια συνεχής πηγή ακαδημαϊκών και λαϊκών συζητήσεων.  Η πρώτη ελληνική έκδοση έγινε το 1975 από τις εκδόσεις Κάκτος.

Το πρόστιμο (Ζ.Μ.Γ. Λε Κλεζιό) Το πρώτο μυθιστόρημα του μετέπειτα Νομπελίστα παρουσιάζει τον Αντάμ Πολό, έναν νεαρό που ζει στο περιθώριο μιας γαλλικής πόλης. Ο πρωταγωνιστής, αποκομμένος από την κοινωνία, παρατηρεί τους γύρω του με ειρωνική ή κυνική ματιά, ενώ βυθίζεται σε παραληρηματικούς μονολόγους και καταστάσεις αποξένωσης.

Η λογοτεχνική σημασία έγκειται στην ένταξή του στο ρεύμα του «νέου μυθιστορήματος», όπου η πλοκή παραμερίζεται για χάρη της γλώσσας και της εσωτερικότητας. Χαρακτηρίζεται από μια ποιητική, αισθητηριακή και συχνά παραληρηματική γλώσσα που αποτυπώνει την παραλλαγμένη αντίληψη του πρωταγωνιστή. Διασπά τις γραμμικές αφηγηματικές συμβάσεις, μοιάζοντας περισσότερο με ένα εκτεταμένο ποιητικό μονόλογο. Έφερε έναν νέο, πειραματικό ρυθμό στη γαλλική πεζογραφία, επηρεασμένο από τον εξωτισμό και την κριτική στον μοντερνισμό.

Εξερευνά το θέμα της αποξένωσης στην σύγχρονη αστική κοινωνία, την τρέλα, την αναζήτηση για μια πιο αυθεντική σχέση με τον φυσικό κόσμο και την αδυναμία επικοινωνίας. Αποτυπώνει την κρίση ταυτότητας της μεταπολεμικής Ευρώπης, τη μοναξιά στις πόλεις, αλλά και μια υπαρξιακή αναζήτηση που αγγίζει τα όρια της παραφροσύνης. Παρά την πειραματική μορφή, το έργο φανερώνει την κοινωνική και φιλοσοφική διάσταση που θα χαρακτηρίσει όλη τη μετέπειτα πορεία του συγγραφέα. Η πρώτη ελληνική έκδοση έγινε το 1978 από τις εκδόσεις Χατζηνικολή.

Ο στρατηγός της στρατιάς των νεκρών (Ισμαήλ Κανταρέ) Ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της αλβανικής λογοτεχνίας. Πίστευε μεν ότι οι Έλληνες, οι Ρωμαίοι και οι Αλβανοί είναι η καρδιά της ευρωπαϊκής πολιτισμικής ταυτότητας, αλλά τόλμησε να εξερευνήσει βαριά ιστορικά και πολιτικά θέματα υπό το καθεστώς του Ενβέρ Χότζα.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ένας Ιταλός στρατηγός, συνοδευόμενος από έναν ιερέα που είναι επίσης συνταγματάρχης του ιταλικού στρατού, στέλνεται στην Αλβανία για να εντοπίσει και να περισυλλέξει τα λείψανα των συμπατριωτών του που είχαν πεθάνει κατά τη διάρκεια του πολέμου και να τα επιστρέψει για ταφή στην Ιταλία. Καθώς οργανώνουν την έρευνα και ανασκαφές, αναρωτιούνται για το νόημα του έργου τους. Η πορεία τους μέσα στο αφιλόξενο τοπίο και τις μνήμες του πολέμου γίνεται μεταφορά για το βάρος της ιστορίας, τη ματαιότητα της βίας και τη μνήμη που στοιχειώνει τους λαούς. Ο στρατηγός μιλά στον ιερέα για τη ματαιότητα του πολέμου και το ανούσιο του εγχειρήματος. Καθώς πηγαίνουν βαθύτερα στην αλβανική ύπαιθρο, διαπιστώνουν ότι τους ακολουθεί ένας άλλος στρατηγός που αναζητά πτώματα Γερμανών στρατιωτών που σκοτώθηκαν στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Όπως ο Ιταλός ομόλογός του, ο Γερμανός παλεύει με μια άχαρη δουλειά που αναζητά υπολείμματα και αμφισβητεί την αξία τέτοιων προσπαθειών.

Η μυσταγωγική του ατμόσφαιρα και η ποιητική του γλώσσα το καθιστούν έργο που συνδυάζει ιστορικό ρεαλισμό και μυθική διάσταση. Η λογοτεχνική σημασία του βρίσκεται στην αλληγορική του δύναμη: πίσω από την αφήγηση κρύβεται ένας στοχασμός για την ενοχή, την ταυτότητα και την τραγωδία του πολέμου. Καθιέρωσε τον Κανταρέ διεθνώς, ανοίγοντας τον δρόμο για να γίνει η φωνή της αλβανικής λογοτεχνίας στον κόσμο.. Όμως η διεθνής του επίδραση είναι μικρότερη από άλλα έργα, κυρίως λόγω γλωσσικών και πολιτικών φραγμών της εποχής. Το 1972 πρωτοκυκλοφόρησε στην Ελλάδα από ιδιωτική έκδοση.

Pierre Dubreuil. Uncertainty
Η καμπάνα από γυαλί (Σύλβια Πλαθ) Ημι-αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα που εξετάζει τη ζωή μιας γυναίκας που παλεύει με την κατάθλιψη και την αυτοκαταστροφή. Ενσαρκώνει την αποξένωση και την αίσθηση αποτυχίας που συχνά νιώθουν οι γυναίκες στη κοινωνία.

Η Πλαθ περιγράφει την ψυχολογική κατάρρευση της ηρωίδας της  Έστερ μιας νεαρής φοιτήτριας με όνειρα για καριέρα στη συγγραφή, που βρίσκεται αντιμέτωπη με τις κυρίαρχες αντιλήψεις του κοινωνικού περίγυρου, την καταπίεση του φύλου της και τελικά με την κατάθλιψη που την οδηγεί σε απόπειρα αυτοκτονίας.

Αποτυπώνει με συγκλονιστική αμεσότητα την εμπειρία της ψυχικής ασθένειας, ενώ παράλληλα αποτελεί φεμινιστικό σχόλιο πάνω στις επιλογές και τα αδιέξοδα των γυναικών. Συμβολίζει την ασφυκτική παγίδευση της ηρωίδας στον ίδιο της τον νου. Η γλώσσα είναι κοφτή, ειρωνική, γεμάτη οξύ παρατηρητικό χιούμορ, κάτι που κάνει την ανάγνωση ακόμη πιο ανατριχιαστική. Έχει τεράστια κοινωνικό-πολιτιστική σημασία ως ένα εικονικό έργο του φεμινιστικού κινήματος και μια βαθιά προσωπική αφήγηση για την ψυχική ασθένεια. Ωστόσο, από μια αυστηρά λογοτεχνική-τεχνική σκοπιά, η αφηγηματική του δομή και η γλώσσα είναι πιο παραδοσιακά ρεαλιστικές σε σύγκριση με την ριζοσπαστική πειραματικότατα άλλων φεμινιστικών και ψυχολογικών μυθιστορημάτων.

Ένα έργο που συνδέθηκε με την ίδια τη ζωή και τον τραγικό θάνατο της Πλαθ. Η πρώτη ελληνική έκδοση έγινε το 1985 από τις εκδόσεις Εξάντας.

Ο κατάσκοπος που γύρισε από το κρύο (Τζον Λε Καρέ) Καθιέρωσε το συγγραφέα ως κορυφαίο δυτικό εκπρόσωπο της κατασκοπευτικής λογοτεχνίας.

Σε αντίθεση με τα ρομαντικοποιημένα και μοδάτα μυθιστορήματα κατασκοπείας της εποχής, ο Λε Καρέ παρουσιάζει έναν κόσμο κυνικό, βρώμικο και γεμάτο προδοσίες. Κανείς δεν φοράει σμόκιν, οι πράκτορές του είναι μεσήλικες, απογοητευμένοι άντρες με λεκιασμένα πανωφόρια. Ένας κουρασμένος και απογοητευμένος Άγγλος κατάσκοπος ονόματι Alec αναλαμβάνει μια τρομακτική αποστολή με την ελπίδα ότι θα είναι η τελευταία του: προσποιείται ότι αυτομόλησε στην Ανατολική Γερμανία, για να διεισδύσει στο δίκτυο κατασκοπείας του εχθρού και να σπείρει ψευδείς πληροφορίες σχετικά με έναν ισχυρό αξιωματικό των μυστικών υπηρεσιών της χώρας.

Γραμμένο από προσωπική εμπειρία, με αδυσώπητη, κομψή ευκρίνεια, είναι ένα θρίλερ πρώτης τάξεως και επίσης ένα θλιβερό, συμπονετικό πορτρέτο ενός ανθρώπου που επειδή έχει ζήσει με ψέματα, σενάρια και υποθέσεις για τόσο καιρό, έχει ξεχάσει πώς να λέει την αλήθεια. Θεωρήθηκε επαναστατικό στην εποχή του, για τον ρεαλιστικό τρόπο που απαξίωνε το ρόλο των μυστικών υπηρεσιών και επειδή επαναπροσδιόρισε το είδος του κατασκοπευτικού μυθιστορήματος, εισάγοντας τον "ρεαλισμό του κατασκόπου", τη ντουλάπα με τους σκελετούς και τον αντιήρωα.

Στην ανανέωση του είδους πρωτίστως βρίσκεται και η λογοτεχνική του σημασία: αντί για ηρωικούς πράκτορες, βλέπουμε ανθρώπους κουρασμένους, παγιδευμένους σε ένα παιχνίδι πολιτικής σκοπιμότητας. Όμως ο ρεαλισμός, η ψυχολογική διεισδυτικότητα και η ηθική αμφισημία το καθιστούν κλασικό, όχι μόνο στο είδος του, αλλά και γενικότερα στη σύγχρονη ευρωπαϊκή πεζογραφία. . Αυτό πολλές φορές δεν είναι αποδεκτό από όλους και η λογοτεχνική του σημασία περιορίζεται (αδίκως) μόνο στο πλαίσιο του είδους του. Η πρώτη ελληνική έκδοση έγινε το 1970 από τις εκδόσεις Κέδρος 

Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2025

Για τον Ηράκλειτο και το Μαγιακόφσκι (Δ.Βασιλείου)

Άγγλοι απο την Ακρόπολη στα Δεκεμβριανά

 ΣΤΟΝ ΗΡΑΚΛΕΙΤΟ

 Κοιτώντας την Ακρόπολη

θυμήθηκα τους τραγικούς

κι’ εκείνους τους σοφούς,

που ακόμη ο κόσμος τους διαβάζει.

 

Μα, όμως, τον Ηράκλειτο,

λίγοι που τον θυμούνται.

Κρίμα, χωρίς συμπάθεια!

 

Αυτός, ο που τον είπαν σκοτεινό,

γιατί δεν καταλάβαιναν

κι’ ούτε καταλαβαίνουν,

μας είπε τόσο απλά,

πως η φωτιά

τα πάντα γέννησε

και συνεχίζει να γεννάει,

πως τίποτα δεν σταματάει

και των αντίθετων ο πόλεμος

τον κόσμο προχωράει.

 

Αείζωον το πυρ,

των πάντων πόλεμος πατήρ

κι’ έτσι τα πάντα ρει.

Ιδέα καθαρή!

 

Μακάρι και να ήξεραν,

Ηράκλειτε,

πως έγινε κι’ ανέτειλε

απ’  τη δική σου λογική,

με δύναμη και φως,

αυτό που λέμε σήμερα,

της ύλης διαλεκτική.

28.11.2025, Αθήνα

 


ΤΟΥ ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ  ΤΟ ΣΤΡΑΤΙ

 Και τώρα;

Τώρα, που σώνεται το φως

στα μάτια των αιώνων.

Τώρα, που η ζωή κονταίνει

το ύψος του ανθρώπου.

Τώρα, που για το αύριο

μια καληνύχτα λένε.

Τώρα, που η προδοσία έγινε

του ορθολογισμού εταίρα.

Τώρα, που ο έρωτας στο ζύγι χάνει

απ’ το «καλά να περνάω».

Τώρα, που στο μυαλό

βαριές φοράνε αλυσίδες.

Τώρα, που ο αντάρτης

πραγματεύεται σαν ιερό κακό.

Τώρα, που ελπίδες κι όνειρα

θέλουν πολλή δουλειά

και δύναμη ν’ ανθίσουν.

Τώρα, που για το μέλλον σου  

πρέπει πολλά να πράξεις,

του Μαγιακόφσκι το στρατί

απ’ το μυαλό σου μην πετάξεις.

27.11.2025, Αθήνα

Κυριακή 30 Νοεμβρίου 2025

Ναμπόκοφ, Λέσινγκ, Φουέντες, Κίζι, Ντικ, Καρπεντιέρ άλλαζουν την πολιτισμική αντζέντα του 1962

Μια μέρα του Ιβάν Ντενίσοβιτς (Αλεξάντρ Σολζενίτσιν) Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο σοβιετικό λογοτεχνικό περιοδικό Novy Mir (Νέος Κόσμος). Η ιστορία διαδραματίζεται σε ένα σοβιετικό στρατόπεδο εργασίας στις αρχές της δεκαετίας του 1950 και περιλαμβάνει την ημέρα του κρατούμενου Ιβάν Ντενίσοβιτς Σούχοφ. Η δημοσίευση του βιβλίου ήταν ένα εξαιρετικό γεγονός στη σοβιετική λογοτεχνική ιστορία, αφού ποτέ πριν δεν είχε διανεμηθεί ανοιχτά στη Σοβιετική Ένωση μια αναφορά των σταλινικών καταστολών. Ο εκδότης A. Tvardovsky, έγραψε μια σύντομη εισαγωγή για το τεύχος με τίτλο «Αντί για πρόλογο». Εισάγει το ρωσικό κοινό και τον υπόλοιπο κόσμο στην αμείλικτη πραγματικότητα των Γκουλάγκ με μια γλώσσα ρηχή, πειραματική, που αντιγράφει τη διάλεκτο και τη σκέψη των κρατουμένων. Η αφήγηση είναι εστιασμένη στις λεπτομέρειες και την σωματική και ηθική πάλη για την επιβίωση.

Ήταν ένα σοκ και ένα σημείο καμπής. Το πρώτο έργο που δημοσιεύτηκε στη Σοβιετική Ένωση και εξέθεσε το σύστημα των στρατοπέδων εργασίας. Άνοιξε το δρόμο για περαιτέρω κριτική και φιλελευθεροποίηση του Σοβιετικού καθεστώτος. Εξετάζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, την επιβίωση, την αυταπάτη και την ηθική σε συνθήκες απόλυτης καταπίεσης. Είναι ένα μνημείο για όλους τους ανθρώπους που υπέφεραν υπό αυταρχικά καθεστώτα. Παγκοσμίως αναγνωρισμένο ως ένα από τα σημαντικότερα έργα του 20ού αιώνα, με τεράστια ιστορική και πολιτισμική σημασία.

Για την ιστορία σημειώνουμε ότι αργότερα το 1971-1972, όλες οι εκδόσεις του Ιβάν Ντενίσοβιτς,  αφαιρέθηκαν κρυφά από τις δημόσιες βιβλιοθήκες και καταστράφηκαν. Επισήμως αποφασίστηκε η αφαίρεση όλων των έργων του Σολζενίτσιν από παντού στις 28 Ιανουαρίου 1974. Η εντολή συνοδευόταν από τη σημείωση: "Οι ξένες εκδόσεις (συμπεριλαμβανομένων εφημερίδων και περιοδικών) που περιέχουν τα έργα του εν λόγω συγγραφέα υπόκεινται επίσης σε κατάσχεση." Η απαγόρευση άρθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1988.

By Πόπη Αραούζου
Χλομή φωτιά (Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ) Αποτελείται από ένα μακρύ, αφηγηματικό ποίημα που ακολουθείται από ένα μεγαλύτερο σύνολο υποσημειώσεων γραμμένες από έναν εμμονικό σχολιαστή. Ο Charles, ένας ομοφυλόφιλος καθηγητής σε ένα μικρό κολέγιο της Νέας Αγγλίας, μπορεί να είναι ή να μην είναι ένας ευγενής ομογενής από το εξωτικό ανατολικοευρωπαϊκό πριγκιπάτο Zembla. Μπορεί να έχει κλέψει ή να μην έχει κλέψει το χειρόγραφο που σχολιάζει, το οποίο είναι πεπεισμένος ότι αφορά πραγματικά τον ίδιο. Έχει αναμφισβήτητα ανθυγιεινή εμμονή με τον John Shade, τον ήρεμο ποιητή που μοιάζει με τον Robert Frost που συνέθεσε το ποίημα. Από εκεί και πέρα, όλα τα στοιχήματα είναι πιθανά και οι ερωτήσεις διακλαδίζονται χωρίς τέλος. Το είδος μυθιστορήματος στο οποίο μπορείτε να χαθείτε ευτυχισμένοι: ένα σπίτι με καθρέφτες χωρίς έξοδο, ένας λαβύρινθος χωρίς τελικό σημείο.

Ένα από τα πιο πρωτότυπα και περίπλοκα μυθιστορήματα όλων των εποχών. Η δομή του – μια μεγάλη ποίηση 999 στίχων και ένας υπερβολικός, παρανοϊκός και αυτοβιογραφικός σχολιασμός από έναν ακαδημαϊκό – ανατρέπει εντελώς τις παραδοσιακές αφηγηματικές μορφές. Είναι ένα αριστούργημα γλωσσικού παιχνιδιού, σατιρικό μεταμυθιστόρημα. Επικεντρώνεται στη φύση της τέχνης, της ερμηνείας, της τρέλας, της νοσταλγίας και της σχέσης μεταξύ δημιουργού και κριτικού. Ο συγγραφέας έγραψε το βιβλίο-οδηγό για το μεταμοντέρνο μυθιστόρημα.  Επηρέασε αμέτρητους συγγραφείς με την αυτοαναφορικότητα, την παρωδία και την εξουσία που δίνει στον αναγνώστη να "συναρμολογήσει" την πλοκή.

Μελετάται μέχρι σήμερα και θαυμάζεται ως κορυφαίο λογοτεχνικό παζλ και απόδειξη της άγριας δημιουργικότητας του Ναμπόκοφ.

Το Χρυσό Σημειωματάριο (Ντόρις Λέσινγκ) Το επίκεντρο του έργου είναι η Άννα Γουλφ, μια πολιτικά δραστήρια, διανοούμενη και χειραφετημένη γυναίκα σε αναζήτηση της προσωπικής και πολιτικής της ταυτότητας μέσα σε έναν κόσμο που αλλάζει. Διαδραματίζεται αρχικά στη Ροδεσία με το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου Πολέμου και στη συνέχεια στην Αγγλία, σε αριστερό περιβάλλον και ανάμεσα σε διανοούμενους του Λονδίνου. Έχει τόσο μυθοπλαστικά όσο και αυτοβιογραφικά στοιχεία, τα οποία παρουσιάζονται υποκειμενικά σε μη γραμμική αφήγηση, σε πειραματική μορφή.

Η Άννα είναι μια συγγραφέας που κρατά τέσσερα σημειωματάρια, το καθένα με διαφορετικό χρώμα, που αντικατοπτρίζει κάτι διαφορετικό. Το μαύρο περιέχει αναμνήσεις από τα νεανικά της χρόνια του πολέμου στη Δυτική Αφρική, εμπειρίες που μπήκαν στο πρώτο της μυθιστόρημα. Στο κόκκινο σκέφτεται τη μετέπειτα ζωή της στους αριστερούς κύκλους της διανόησης του Λονδίνου. Το μπλε αναλύει τις γεμάτες ζωντάνια σχέσεις της με τους άντρες. Το κίτρινο περιέχει τις αποσπασματικές της απόπειρες για νέα μυθοπλασία. Με το πέμπτο, το χρυσό σημειωματάριο, η Άννα /συγγραφέας παλεύει να δέσει ξανά άφοβα όλα τα νήματα. Όλα τα ρεύματα της εποχής της ρέουν μέσα από την Άννα - από τον Μαρξ και τον Φρόιντ μέχρι τις αυξανόμενες δυσαρέσκειες μεταξύ των γυναικών που τελικά θα εκραγούν στο φεμινιστικό κίνημα. Η σοβαρότητα της Λέσινγκ μπορεί να είναι υπερβολική κατά καιρούς, αλλά ως πορτρέτο μιας γυναίκας που καταπιάνεται με την πραγματικότητα της εποχής της το βιβλίο της είναι σπουδαίο.

Πρωτοποριακό στη δομή του, χωρίζοντας την αφήγηση σε τέσσερα σημειωματάρια «ανάλυσης» και ένα «χρυσό – σύνθεσης», παρουσιάζει την ταυτότητα μιας γυναίκας συγγραφέα. Αναμιγνύει πολιτική, ψυχολογία, φεμινισμό και προσωπική εμπειρία με τρόπο που δεν είχε γίνει πριν. Είναι ένα θεμελιώδες κείμενο του δεύτερο κύματος του φεμινιστικού κινήματος. Επηρέασε βαθιά τη νοοτροπία των γυναικών και τον τρόπο με τον οποίο η λογοτεχνία μπορούσε να απεικονίσει την πολυπλοκότητα της γυναικείας φύσης και εμπειρίας. Εξερευνά την ψυχική κατάρρευση, την πολιτική αμφισβήτηση, τις σχέσεις, τη δημιουργική διαδικασία και την αναζήτηση για μια ολόκληρη πραγματική ταυτότητα πέρα από τα εκάστοτε κοινωνικά πρότυπα. Παραμένει σημείο αναφοράς στη φεμινιστική λογοτεχνία και στη μελέτη του μυθιστορήματος του 20ού αιώνα.

Ο Θάνατος του Αρτέμιο Κρουζ (Κάρλος Φουέντες) Ο Αρτέμιο Κρουζ, ένας διεφθαρμένος στρατιώτης, πολιτικός, δημοσιογράφος, μεγιστάνας και εραστής, βρίσκεται στην επιθανάτια κλίνη του, αναπολώντας τα καθοριστικά γεγονότα της ζωής του, από τη Μεξικανική Επανάσταση μέχρι την άνδρωση  του Θεσμικού Επαναστατικού Κόμματος. Ωστόσο, αυτά τα γεγονότα δεν αφηγούνται με χρονολογική σειρά, αλλά οι αναδρομές στο παρελθόν εναλλάσσονται στον χρόνο. Η οικογένεια του Αρτέμιο συνωστίζεται τριγύρω, πιέζοντάς τον να αποκαλύψει την τοποθεσία της διαθήκης του.

Ένας ιερέας παρέχει εξαιρετικά ευχέλαια, επιδιώκοντας μια εξομολόγηση στην επιθανάτια κλίνη και συμφιλίωση με την Εκκλησία (ενώ ο Αρτέμιο επιδίδεται σε άσεμνες σκέψεις για τη γέννηση του Ιησού). Η ιδιωτική του γραμματέας έχει έρθει με ηχητικά ντοκουμέντα από διάφορες διεφθαρμένες συναλλαγές, αρκετές με Αμερικάνους διπλωμάτες και κερδοσκόπους. Το άθλιο ιστορικό της ζωής του τονίζεται από την επίγνωση του Κρουζ για το εκφυλισμένο σώμα του και την έντονη προσκόλλησή του στην αισθησιακή ζωή. Τελικά, οι σκέψεις του αποσυντίθενται σε έναν παρατεταμένο θάνατο.

Επιδεικνύει την τεχνική του "Boom" της Λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας. Χρησιμοποιεί πολλαπλές αφηγηματικές σκοπιές (πρώτο, δεύτερο και τρίτο πρόσωπο), χρονικές αλληλεπικαλύψεις και μια ροή συνείδησης για να αφηγηθεί την ιστορία της ζωής ενός ανθρώπου και, μεταφορικά, του μεταεπαναστατικού Μεξικού. Βοήθησε στην καθιέρωση του Λατινοαμερικανικού "Boom" στη διεθνή σκηνή, ανοίγοντας το δρόμο για συγγραφείς όπως ο Γκαρσία Μάρκες και ο Βάργκας Λιόσα. Εισήγαγε μια νέα, σύγχρονη αισθητική στην αφήγηση της λατινοαμερικανικής ιστορίας. Είναι μια δριμεία κριτική στη διαφθορά, την προδοσία των ιδεαλιστικών ιδεών της Μεξικανικής Επανάστασης και την ηθική κρίση της μετέπειτα εξουσίας. Θεωρείται ένα από τα σημαντικότερα έργα της ισπανόφωνης λογοτεχνίας του 20ού αιώνα.

Στη Φωλιά του Κούκου (Κεν Κίζι) Ο ακαταμάχητος τρόφιμος Ραντλ μάχεται με την ψυχρή και σχεδόν τρελή νοσοκόμα Ράτσεντ για να απελευθερώσει ή τουλάχιστον να δώσει λίγη ζωή στους συντετριμμένους και αγχωμένους ασθενείς που αυτή καταδυναστεύει, ενώ ο σιωπηλός αφηγητής του βιβλίου παρατηρεί. Τόσο μια αλληγορία του ατομικισμού όσο και ένα σπαραχτικό ψυχολογικό δράμα, το μυθιστόρημα καταφέρνει να είναι αναζωογονητικό, χωρίς να παρασύρεται σε συναισθηματικές αποπλανήσεις.

Ο Ken Kesey χρησιμοποιεί μια ισχυρή, αισθητηριακή και συχνά παραισθητική γλώσσα, αφηγούμενη από έναν ασθενή που προσποιείται ότι είναι κωφάλαλος. Αυτή η αφηγηματική επιλογή δίνει μια μοναδική, παραμορφωμένη αλλά και οξυδερκή προοπτική για το άσυλο ως μικρόκοσμο της κοινωνίας. Έγινε το κύριο κείμενο της αντί-κουλτούρας της δεκαετίας του 1960. Ενέπνευσε μια ολόκληρη γενιά να αμφισβητήσει την εξουσία, τους κανόνες και τον ορισμό της "νοητικής κανονικότητας". Ασχολείται με θέματα ελευθερίας έναντι της καταπίεσης, ατομικισμού έναντι της συμμόρφωσης και τρέλας και λογικής. Παραμένει ένα πολιτισμικό φαινόμενο και μια βασική ανάγνωση για την κατανόηση της αμερικανικής κοινωνικής νοοτροπίας της εποχής.

Ο Άνθρωπος στο Υψηλό Κάστρο (Φίλιπ K. Ντικ) Εναλλακτική ιστορία κατά την οποία ο Άξονας κέρδισε τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Εξετάζει τη σχετικότητα της αλήθειας, την έννοια της πραγματικότητας και την ηθική στη διαστρέβλωση της ιστορίας.

Επέκτεινε δραματικά τους ορίζοντες της επιστημονικής φαντασίας εισάγοντας το έννοια της εναλλακτικής ιστορίας σε ευρεία κλίμακα. Το πιο καινοτόμο στοιχείο του είναι η χρήση του βιβλίου μέσα στο βιβλίο (Η Ακρίδα Κείτεται Βαριά) και η μεταφυσική εξέταση της "αυθεντικής" πραγματικότητας. Ομως ούτε ο κρυμένος στο "ψηλό κάστρο", παρά την διορατικότητά του δεν καταφέρνει να προβλέψει κάτι απο τη σημερινή πολύπλοκη διεθνή πραγματικότητα, επιβεβαιώνοντας την προσέγγιση ότι η ζωή είναι πλουσιότερη απο την πιο πλουσια φαντασία.

Ίσως το πιο σημαντικό βιβλίο εναλλακτικής ιστορίας που γράφτηκε ποτέ. Επηρέασε όχι μόνο τη λογοτεχνία αλλά και τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και τα κόμικς. Μετέφερε την επιστημονική φαντασία από τα πέρατα του διαστήματος στα «γήινα» ερωτήματα και το  πλαίσιο της πολιτικής και φιλοσοφίας. Ρωτά τι είναι πραγματικό, εξετάζει την ιστορία ως ένα εύθραυστο δομημένο αφήγημα και μελετά τον πολιτισμικό σχετικισμό (μέσα από την αμερικανική κουλτούρα που έχει αλλοιωθεί μέσω της ιαπωνικής κατοχής των δυτικών πολιτειών).

Ένα σπίτι για τον κ. Μπίσουας (Β.Σ. Νάιπολ)  Όταν ο Mohun Biswas παντρεύτηκε τη σύζυγό του, Σάμα, παντρεύτηκε ουσιαστικά ολόκληρη την οικογένειά της. Διαδραματίζεται στην ινδουιστική κοινότητα στο ανεξάρτητο Τρινιντάντ - όπου γεννήθηκε ο Naipaul - και είναι η ιστορία της ζωής ενός ανθρώπου που ήθελε μόνο ένα σπίτι, αλλά που ήταν μαγνήτης για κακοτυχία, καταπίεση και ταπείνωση. Ο κ. Μπίσουας γίνεται πολύ δυστυχισμένος με την αυταρχική οικογένειά της συζύγου, η οποία αντιπροσωπεύει τον κοινοτικό τρόπο ζωής που είναι παραδοσιακός σε όλη την Ασία.

Στον κ. Μπίσουας προσφέρεται μια θέση σε αυτόν τον κόσμο, μια υποδεέστερη θέση σίγουρα, αλλά μια θέση που είναι εγγυημένη και από την οποία είναι δυνατή η πρόοδος. Αλλά αυτός θέλει κάτι περισσότερο από το να είναι απλώς ένας «σώγαμπρος». Είναι, ενστικτωδώς, ένας σύγχρονος άνθρωπος. Θέλει να είναι ο συγγραφέας της δικής του ζωής. Αυτή είναι μια φιλοδοξία με την οποία οι «άλλοι» δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν, και ο παρακμάζων κόσμος τους συνωμοτεί για να τον παρασύρει στην αποτυχία. Παρά την κακή του εκπαίδευση, ο κ. Μπίσουας γίνεται δημοσιογράφος, αποκτά τέσσερα παιδιά με τη Σάμα και προσπαθεί αρκετές φορές να χτίσει ένα σπίτι που μπορεί να αποκαλέσει δικό του, ένα σπίτι που θα συμβολίζει την ανεξαρτησία του. Ο απεγνωσμένος αγώνας του κ. Μπίσουας να το αποκτήσει μπορεί να συνδεθεί με την ανάγκη του ατόμου να αναπτύξει μια αυθεντική ταυτότητα. Πιστεύει ότι μόνο έχοντας το δικό του σπίτι μπορεί να ξεπεράσει τα συναισθήματα της έλλειψης ριζών και της αποξένωσης. Η επιβίωση του είναι ένας θρίαμβος ανθεκτικότητας,  επιμονής και χιούμορ, ένα έπος αξιοπρέπειας και αυτοσεβασμού. Ένα από τα σπουδαιότερα βιβλία από πολιτισμικής και θεματικής άποψης για τη μετα-αποικιακή εμπειρία.

A_Woman_at_her_Toilet_by_Jan_Steen
Ζούσαμε πάντα σ' ένα κάστρο (Σίρλευ Τζάκσον) Υπέροχο, σκοτεινό γοτθικό μυθιστόρημα με μεγάλη επιρροή στο αστυνομικό είδος, από τα πιο εμβληματικά δείγματα ψυχολογικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα. Η αφήγηση ακολουθεί την 18χρονη Μέρι Κάθριν («Μέρρικατ»), που ζει με την αδελφή της Κόνστανς και τον ανάπηρο θείο τους Τζούλιαν, σε μια απομονωμένη έπαυλη. Το υπόλοιπο χωριό τούς αντιμετωπίζει με μίσος και φόβο, καθώς στο παρελθόν η οικογένεια σχεδόν εξολοθρεύθηκε από δηλητηρίαση, για την οποία πολλοί υποπτεύονται την Κόνστανς. Η άφιξη του ξαδέλφου τους Τσαρλς θα ταράξει την εύθραυστη ισορροπία του σπιτιού, οδηγώντας σε καταστροφή και στην οριστική απομόνωση των δύο αδελφών.

Η Jackson εδώ κορυφώνει τη θεματική της γύρω από την παράνοια, την κοινωνική προκατάληψη και την ασφυκτική οικογενειακή ενότητα. Το κείμενο, γραμμένο με εσωτερική εστίαση στην ιδιόρρυθμη οπτική της «Μέρρικατ», δημιουργεί μια αίσθηση απειλής που συνυπάρχει με την τρυφερότητα της αδελφικής σχέσης. Η λογοτεχνική του σημασία βρίσκεται τόσο στη συμβολή του στη νεογοτθική παράδοση όσο και στην ανάδειξη της «ανώμαλης» φωνής ως κύριου αφηγηματικού εργαλείου. Η συγγραφέας αποτυπώνει πώς η κοινωνία στιγματίζει το διαφορετικό, αλλά και πώς η οικογενειακή αγάπη μπορεί να εξελιχθεί σε απομόνωση και φυλακή. Το έργο έχει επηρεάσει ποικίλους συγγραφείς του τρόμου και της σύγχρονης λογοτεχνίας, από τον Στίβεν Κινγκ μέχρι σύγχρονες γυναικείες αφηγηματικές φωνές που αντλούν από το γοτθικό υπόστρωμα.

Ο Αιώνας των Φώτων (Αλέχο Καρπεντιέρ) Σημαντικό έργο του Λατινοαμερικανικού "Boom" και παράδειγμα του "real maravilloso" ( θαυμαστού πραγματικού). Ιστορικό και φιλοσοφικό μυθιστόρημα του συγγραφέα Alejo Carpentier. Το έργο τοποθετείται στον 18ο αιώνα, σε μια περίοδο ριζικών πολιτικών και κοινωνικών ανακατατάξεων, όταν οι ιδέες του Διαφωτισμού εξαπλώνονταν πέρα από την Ευρώπη. Κεντρικά πρόσωπα είναι τρεις Κουβανοί: η Σοφία, ο αδελφός της Κάρλος και ο φίλος τους Εστεμπάν, που έρχονται σε επαφή με τον Γαβριήλ, έναν επαναστάτη Γάλλο, ο οποίος φέρνει στην Καραϊβική τον αέρα της Γαλλικής Επανάστασης. Οι ήρωες συμμετέχουν στα πολιτικά και πολεμικά γεγονότα, αναμετρώνται με τον ενθουσιασμό και την απογοήτευση, και βιώνουν το πέρασμα από το όραμα της ελευθερίας στη διαστρέβλωσή του μέσα από τη βία και την τυραννία.

Ο Καρπεντιέρ, με τη χαρακτηριστική του πρόζα, συνδυάζει τον ιστορικό ρεαλισμό με το μπαρόκ ύφος και μια σχεδόν μουσική ρυθμικότητα. Το έργο δείχνει πώς οι ιδέες μπορούν να μεταφερθούν από το ευρωπαϊκό κέντρο στις αποικίες, αλλά και πώς αλλοιώνονται όταν συναντούν την πραγματικότητα της δουλείας, του ρατσισμού και των πολιτικών συμφερόντων. Αποτελεί κορυφαίο δείγμα της λατινοαμερικανικής αφήγησης πριν από την άνθηση του «μαγικού ρεαλισμού». Ο συγγραφέας διατυπώνει κριτική απέναντι στη βία της Ιστορίας, ενώ παράλληλα εξετάζει την αντίφαση ανάμεσα στην καθολικότητα των ιδεών και στην τοπική εμπειρία. Το έργο θεωρείται κομβικό για τη διαμόρφωση της ιστορικής συνείδησης στη λατινοαμερικανική λογοτεχνία και προβάλλει τον Καρπεντιέρ ως έναν από τους πιο επιδραστικούς συγγραφείς του 20ού αιώνα.

Η άγρια σκέψη (Κλωντ Λεβί-Στρως – 1962) Ανθρωπολογικό δοκίμιο με τεράστια λογοτεχνική αξία λόγω του συγγραφικού ύφους και της επιρροής του στη δομή των ανθρωπιστικών επιστημών (επηρέασε τους Φουκώ, Ντεριντά, κ.α.) Αφορά την πρωτόγονη σκέψη - μορφές που όλοι χρησιμοποιούμε. Στο πρώτο μισό του έργου ο συγγραφέας εκθέτει τη θεωρία του για τον πολιτισμό και τον νου, ενώ στο δεύτερο ασχολείται με τη θεωρία της ιστορίας και της κοινωνικής αλλαγής. Οι απόψεις που εκθέτει εδώ τον οδήγησαν σε μια έντονη αντιπαράθεση με τον Ζαν-Πολ Σαρτρ για τη φύση της ανθρώπινης ελευθερίας.

Η μελέτη αποτελεί ορόσημο της σύγχρονης ανθρωπολογίας και της θεωρίας των συμβολικών συστημάτων. Το έργο επικεντρώνεται στην ανάλυση του τρόπου σκέψης που αποκαλεί «πρωτόγονο» ή «άγριο», σε αντιδιαστολή με τη «σύγχρονη» ή «επιστημονική» λογική. Ο Λεβί-Στρως δείχνει ότι η σκέψη των παραδοσιακών κοινωνιών δεν είναι λιγότερο ορθολογική ή συστηματική, απλώς λειτουργεί με άλλους όρους, μέσα από ταξινομήσεις, μύθους, και μια «λογική του απτού» που βασίζεται στη συσχέτιση στοιχείων της φύσης.

Η συμβολή του έργου είναι διπλή. Από τη μία, αποδομεί την ευρωκεντρική αντίληψη ότι οι «πρωτόγονοι» σκέφτονται με μαγικό ή παράλογο τρόπο. Από την άλλη, προτείνει μια δομική κατανόηση του ανθρώπινου νου, όπου οι διαφορές μεταξύ πολιτισμών είναι μορφικές και όχι ουσιαστικές. Ο συγγραφέας εισάγει την έννοια του «bricolage» ως μεθόδου της άγριας σκέψης: η δημιουργική χρήση περιορισμένων πόρων για την κατασκευή συστημάτων ερμηνείας. Η λογοτεχνική και διανοητική σημασία του βιβλίου είναι τεράστια, καθώς άσκησε επιρροή όχι μόνο στην ανθρωπολογία, αλλά και στη φιλοσοφία, τη λογοτεχνική θεωρία, την ψυχανάλυση και τις πολιτισμικές σπουδές. Η γραφή του Λεβί-Στρως, με το ποιητικό της ύφος και τη συχνή χρήση μεταφορών, επέτρεψε σε ένα ευρύτερο κοινό να προσεγγίσει την ανθρωπολογική σκέψη. Το έργο θεωρείται θεμέλιο του στρουκτουραλισμού και εξακολουθεί να εμπνέει διαλόγους γύρω από τη φύση της ανθρώπινης λογικής και τη σχετικότητα των πολιτισμικών συστημάτων